Και όμως επήγε το παληοκόριτσο!
– Καϋμένη Αγλαΐα, μου λέγει με υποκρισίαν, με συγχωρείς που θα σε γελάσω, δεν ημπορώ ναρθώ εις τα εμπορικά, θα ‘πάγω ‘ς του θείου μου, ‘ς το Μαρούσι, να του κάμω ολίγας ημέρας συντροφιά.
Έτσι μου ήλθε να της δέσω ταις πλεξίδες μου ‘ς το λαιμό να την πνίξω· μα έλα που την λυπούμουν πάλι…
– Α μπα, καλέ, δεν πειράζει τίποτε· καλήν διασκέδασιν και καλήν αντάμωσιν! της είπα ολίγον ψυχρά.
– Θα σου γράφω κάποτε από ‘κει.
– Α, να σου πω· αν έχης τίποτε που αξίζει, γράφε μου, ει δε, αν πρόκειται να μου στέλης ένα φάκελλον γεμάτον φιλιά και χαιρετίσματα, σου τα χαρίζω.
– Κακή που είσαι, μ’ αποκρίθηκε ξεκαρδισμένη από τα γέλια· έλα, μη θυμώνης δα που θα φύγω ολίγαις ημέραις, καλλίτερα να μ’ επιθυμήσης. Φίλησέ με γλήγορα να πηγαίνω, γιατί με προσμένει η δασκάλισσά μου ‘ς ταμάξι και ‘ξεύρεις τι παράξενη είνε.
Μετά τρεις ημέρας έρχεται ένα πρωί ο περιβολάρης του θείου της, καλοθρεμμένος Μαρουσιώτης, και μου φέρνει από την Ελένην ένα φάκελον μεγάλον μεγάλον σαν να ήτον από κανέν υπουργείον. Τον ανοίγω και ευρίσκω μέσα δύο ανθισμένα κλωνάρια μυγδαλιάς δεμένα μαζί με μια κόκκινη κορδέλλα και ένα γράμμα ατελείωτον, σωστόν κύριον άρθρον εφημερίδος. Το εγύριζα απ’ εδώ, το εγύριζ’ απ’ εκεί πριν αρχίσω να το διαβάζω και επροσπαθούσα να μαντεύσω τι ημπορούσε να γράφη η Ελένη από το Μαρούσι σε οκτώ ολόκληρα φύλλα χαρτί. Του κάκου! του κάκου! ούτε εμάντευσα και ούτε ήτο δυνατόν να μαντεύσω το τόσω απροσδόκητον περιεχόμενον της επιστολής εκείνης:
«Αγλαΐα μου!
» Τα άνθη της αμυγδαλιάς, τα οποία θα εύρης εντός της επιστολής, φύλαξέ
τα διότι είνε ιερά και ως τοιαύτα τα στέλλω εις σε, μόνον εις σε,
αγαπητή μου, συνωδευμένα με την συγκινητικήν ιστορίαν των. Καθώς
ηξεύρεις, καθ’ εσπέραν πηγαίνομεν με τη διδασκάλισσάν μου εις μακρούς
περιπάτους προς τα διάφορα μέρη του χωρίου. Τον χθεσινόν μας περίπατον
εκάμαμεν εις τον δρόμον τον προς τας Αθήνας. Η Γερμανίς μου, η οποία
θέλει όλα να τα ιδή και όλα να τα μάθη, άμα εφθάσαμεν επρός εις την
είσοδον του νεκροταφείου μου επρότεινε να εισέλθωμεν. Εγώ, καθώς
ηξεύρεις, δεν αγαπώ πολύ τας νεκρικάς αυτάς επισκέψεις και ανατριχιάζω
όταν περιπατώ μέσα εις σταυρούς και κυπαρίσσια, αλλ’ αφού ήθελεν εκείνη,
δεν είπα όχι. Μην προσμένης να σου περιγράψω το νεκροταφείον των
Μαρουσιωτών· είνε όπως όλα τα νεκροταφεία μας, μόνον πτωχότερον και
αμελημένον φυσικά. Εκείνο όμως το οποίον μ’ εξέπληξεν άμα εμβήκα ήσαν
δύο αμυγδαλιαίς φυτευμέναις κοντά κοντά επάνω εις ένα τάφον. Καθώς ήτον
κάτασπραις με τάνθη τους, έτσι χαροπαίς, εφαίνοντο τόσον παράταιραις
κοντά εις τα πένθιμα πεύκα και εις τα κυπαρίσσια, ώστε ηθέλησα να ιδώ
τίνος ήτον ο τάφος αυτός ο τόσον εύμορφα στολισμένος. Δυστυχώς ο ξύλινος
σταυρός, ο οποίος ήτον εμπεπηγμένος εις το μεταξύ των δύο δένδρων, είχε
φθαρή και η επιγραφή ήτο τόσον εσβεσμένη, ώστε μάτην προσεπάθησα να την
αναγνώσω. Αλλ’ όταν επήγα εις την Εκκλησίαν ν’ ανάψω ένα κερί και είδα
καθισμένην εις το κατώφλιον την γραίαν κανδηλανάπτριαν, την ηρώτησα:
» – Δεν μου λες, κυρά, σε παρακαλώ, τίνος είνε το μνήμα με της δύο αμυγδαλιαίς;
» – Αχ, κόρη μου, απεκρίθη θλιβερώς κινούσα την κεφαλήν η γραία, εκεί δα είνε θαμμένα δύο αδέλφια, δύο κοριτσάκια.
» – Και ποιος εφύτεψε ταις δύο αμυγδαλιαίς; Βέβαια η κακότυχη η μητέρα τους.
» – Όχι, κόρη μου, η μητέρα είχε πεθάνη πριν απ’ τα παιδιά της·
καλλίτερα, δεν εποτίσθηκε το φαρμάκι τους… Η ‘μυγδαλιαίς αυταίς που
βλέπεις εφύτρωσαν μόναις τους, κανείς δεν της εφύτεψε. Και ‘φύτρωσαν μ’
έναν παράξενο τρόπο.
» Εννοείς ότι η συγκίνησίς μου και η περιέργεια συγχρόνως είχον
κορυφωθή. Άφησα την διδασκάλισσάν μου ν’ αναγινώσκη τας επιγραφάς των
διαφόρων τάφων και καθήσασα πλησίον της γραίας παρεκάλεσα αυτήν να μου
ειπή τα περί του τάφου εκείνου των δύο αδελφών.
» – Να σου τα ειπώ λοιπόν απ’ την αρχή; με ηρώτησε.
» – Βέβαια απ’ την αρχή, της απεκρίθην.
» – Εδώ και οχτώ χρόνια ήρθε και κάθησε ‘ς το χωριό μας ένας χτίστης·
τον ελέγανε μάστρο-Δημήτρη. Ήταν καλός και τίμιος άνθρωπος και άξιος ‘ς
τη δουλειά του. Μόνον η τύχη τον κατάτρεξε. ‘Παντρεύτηκε και πήρε μια
ώμορφη και άξια κοπέλλα, μα έλα που απάνω ‘ς την πρώτη γέννα έκανε δύο
κορίτσια δίδυμα, κακογέννησε, αρρώστησε και πέθανε. Ο καϋμένος ο
μάστρο-Δημήτρης στοχάσου με τι κόπο τα ‘νάθρεψε τα δύο μικρά και με τι
έξοδα. Μοναχά για να φάη ‘λίγο ξερό ψωμί κρατούσε απ’ το ‘μεροκάμματό
του, και τάλλα τάδινε όλα ‘ς ταις βυζάστραις που είχε δομένα τα δύο
κοριτσάκια. Όταν ήρθε και κάθησε ‘ς το χωριό μας, είχε πέντε χρόνια
χηρεμένος. Τα δύο μικρά ήταν σαν αγγελούδια άσπρα, άσπρα, ροδομάγουλα
και ξανθόμαλλα και ‘μοιάζανε σαν δυο λουλούδια της ‘μυγδαλιάς. το ένα
τώλεγαν Ανθούλα και τάλλο Αγλαΐτσα. Ο μάστρο-Δημήτρης τάχε πάντα κοντά
του· ‘ς το σπίτι τα φρόντιζε καλλίτερ’ από μάννα, κ’ άμα πήγαινε ‘ς τη
δουλειά τάπερνε μαζί του. Πως ταγαπούσε ένας Θεός το ξέρει. Και
προξενίαις τουκάναν από καλαίς μεριαίς, μ’ αυτός το είπε μια για πάντα: –
Μητρυιά δεν βάνω ‘ς το κεφάλι των παιδιών μου! Να ‘πούμε την αλήθεια οι
χωριανοί πολύ τον βοηθούσανε· δεν τούλειψε ‘μέρα η δουλειά. Τον θυμάμαι
ακόμα, τον μακαρίτη…
» – Τί! απέθανε κι’ αυτός; ηρώτησα ανασκιρτήσασα.
» – Ναι· ένα χρόνο ύστερ’ απ’ τα παιδιά του… – Τον θυμάμαι ακόμα πόσαις
φοραίς απάνω ‘ς τη δουλειά του άφινε μια στιγμή της πέτραις και τα
σύνεργα και κατέβαινε απ’ τη σκαλωσιά να ιδή τα δυο κοριτσάκια που
έπαιζαν ‘ς το δρόμο· ταγκάλιαζε, τα φιλούσε, κ’ έτρεχε πάλι ‘ς τη
δουλειά, γιατί δεν ήθελε να κλέφτη εκείνον που τον πλήρονε. Και το
μεσημέρι σαν σχολνούσε ‘λιγάκι για να φάη, ήταν μια χαρά να τον βλέπης
καθισμένον ‘ς έναν ίσκιο από κάτου με το ένα του αγγελούδι ‘ς το ένα
γόνατο και το άλλο ‘ς τάλλο, να τους κόβη κομματάκια το ψωμί, να τα
ταγίζη, σαν χελιδόνι που ταγίζει τα μικρούλια του, και ύστερα να τα βάζη
αγκαλιασμένα να κοιμηθούν.
» Η γραία διέκοψε την διήγησιν εις άκρον συγκεκινημένη και εγώ, η
αναίσθητος, η κακή εγώ, ως με λέγεις, είχον πλήρεις δακρύων τους
οφθαλμούς.
» – Να μη σου τα πολυλογώ, κόρη μου, γιατί βράδυασε κι’ όλα, επανέλαβε
μετά μικρόν η γραία γοργότερον, ήμαστεν επάνω ‘ς τα πρωτοβρόχια. Έβρεχε
κ’ έβρεχ’ εκείνο το χρόνο που μαλάκωσαν κ’ η πέτραις απ’ το νερό. Ο
μάστρο-Δημήτρης δούλευε ‘ς ένα σπίτι, κοντά να βάλη σκεπή πλεια. Μα σαν
τον έμπλεξαν η βροχαίς, παράτησε τη δουλειά ‘ς τη μέση δυο τρεις
ημέραις. Σαν έπαψαν η βροχαίς, τρίτη ημέρα ήτανε -μαύρη και άμοιρη
‘μέρα!- ο χτίστης γύρισε πάλι ‘ς τη δουλειά. Ήτανε κοντά μεσημέρι, αυτός
επάνω έχτιζε, τα δυο κοριτσάκια έπαιζαν καθισμένα ‘πίσω απ’ την άλλη
μεριά του σπιτιού. Έξαφνα ένας βρόντος που σείσθηκε όλο το χωριό
ακούσθηκεν. Ο ένας τοίχος του σπιτιού είχε φουσκώση από τη βροχή και
γκρεμίσθηκε σύσσωμος με μιας. Οι μαστόροι δούλευαν για καλή τους τύχη
απ’ την άλλη μεριά· κανένας δεν έπαθε τίποτε. Μόνον τα άμοιρα τα παιδιά
ευρέθηκαν εκεί από κάτω και καταπλακώθηκαν από πέτραις. Όλο το χωριό
εσυνάχθηκε εκεί κατατρομαγμένο, γέροι, νέοι, άνδρες, γυναίκες, όλοι
έκλαιγαν. Ο δυστυχής ο μάστρο-Δημήτρης σαν τρελλός, με τα ρούχα
σχισμένα, με ‘ματωμένα τα χέρια είχε ριχθή απάνω ‘ς της πέτραις που του
είχαν σκοτώση τα αγαπημένα του και πολεμούσε να τα ξεσκεπάση, ελπίζοντας
πως ‘μπορεί να ζουν ακόμα!… Μα όταν με τη βοήθεια ολονών εσηκώθηκαν η
πέτραις και εφάνηκαν τα δύο άτυχα αγκαλιασμένα έτσι με τα κεφαλάκια τους
κοντά κοντά και τα χειλάκια τους σμιγμένα σαν να φιλιούνταν την υστερνή
τους ώρα όταν ‘φτερούγιασε η ψυχή τους, τότε έπεσεν απάνω τους,
σωριάστηκε σαν άλλος τοίχος λιγοθυμισμένος ο δύστυχος πατέρας τους.
Τέσσαρες άνθρωποι τον εσήκωσαν και τον επήγαν εις το σπίτι, και τα δύο
αγγελάκια τάφερε όλο το χωριό κλαίγοντας και τάθαψε, μαζί κοντά,
αγκαλιασμένα όπως ήτον, εκεί ‘ς της αμυγδαλιαίς που βλέπεις. Ο
μάστρο-Δημήτρης αφανισμένος, σβυσμένος απ’ τη λύπη, έφυγε ςε ‘λίγαις
ημέραις απ’ το χωριό. Επούλησε τα σύνεργά του κ’ έκαμεν όρκο να μην
ξαναπιάση πλεια την καταραμένη τέχνη που του σκότωσε τα παιδιά· έγεινε
περιβολάρης ‘ς την Κολοκυθού. Τα χείλη του δεν γέλασαν ως την ημέραν που
απέθανε, ένα χρόνο ύστερ’ απ’ τα παιδιά του.
» – Και η αμυγδαλιαίς; ηρώτησα.
» – Όταν θάψαμε τα παιδιά δεν ήταν ούτε αμυγδαλιαίς, ούτε τίποτε. Ύστερ’
από ένα δυο χρόνια ‘βγήκαν έξαρνα δύο βλαστάρια, και σιγά σιγά γενήκαν
δένδρα ίσα μ’ εκεί πάνω. Κανένας δεν ‘μπορούσε να καταλάβη πως εγίνηκε
το θαύμα αυτό, μονάχα εγώ ήξερα το μυστικό. Την ίδια εκείνη μέρα που
εγκρεμίστηκε ο καταραμένος ο τοίχος, ήρθαν τα άμοιρα τα κοριτσάκια
‘μπροστά ‘ς την πόρτα μου, γιατί καθόμουν εκεί δα δίπλα. Είχα κάτι
μεγάλα αμύγδαλα και τα τσάκιζα· σαν ήρθαν εκεί τα μικρούλια και μ’
εκύτταζαν μ’ ολοστρόγγυλα ‘μάτια, τα φώναξα και τα φίλεψα από ένα κ’
εκείνα τάκρυψαν μέσ’ ‘ς τα στηθάκια τους. Δεν πέρασε πολύ και δεν ζούσαν
πλεια τα μαυρόμοιρα. Τάθαψαν και θάφτηκαν μαζί και ταμύγδαλα και σαν
πέρασε καιρός εφύτρωσαν μέσα ‘ς τη γη και ‘βγήκαν η δυο αμυγδαλίτσαις.
» Είχα φέρη το μανδήλιον εις τους οφθαλμούς και έκλαια, προς μεγάλην
έκπληξιν της γερμανίδος μου, ήτις είδε πρώτην φοράν να μοι συμβαίνη
τούτο. Με ηρώτησε την αιτίαν και της απεκρίθην ότι θα της την ειπώ όταν
επιστρέψωμεν εις του θείου, διότι η ώρα ήτο πολύ περασμένη. Αλλά πριν
αναχωρήσωμεν, έκοψα ένα κλάδον πλήρη άνθεων από την μίαν αμυγδαλιάν και
ένα από την άλλην εις ανάμνησιν, και ηυχαρίστησα την καλήν γραίαν δια
την ιστορίαν της.
» – Δεν θα σου την έλεγα, κόρη μου, αν ήξευρα πως θα σε κάμω να κλάψης, μου είπε φιλοστόργως.
» – Δεν πειράζει, την απεκρίθην, είνε μερικά δάκρυα τα οποία δεν μας κάμνουν διόλου κακό.
» Και πράγματι ενώ επεστρέφαμεν με ταχύτατον βήμα – διότι είχομεν αργήση
πολύ και υπέθετον την ανησυχίαν του θείου και της θείας μου – η θλιβερά
ιστορία των δύο αδελφών απησχόλει αδιαλείπτως τον νουν μου, η δ’ εξ
αυτής ζωηρά εντύπωσις καίτοι ουχί ευχάριστος μοι ήτο τόσον προσφιλής,
ώστε δεν απέτεινα ουδέ λέξιν προς την σύντροφον, ήτις πάλιν μετά
γερμανικού φλέγματος εσέβετο την σιωπήν μου. Και μόνον ανύψουν από
καιρού εις καιρόν τα δίδυμα άνθη των αμυγδαλών και ανέπνεον το γλυκύ
άρωμ’ αυτών, το οποίον εφαίνετο εγκλείον τρία άγια πράγματα, αγάπην,
αθωότητα και δυστυχίαν.
» Όταν εφθάσαμεν εις του θείου, είχον ανάψη τα φώτα, και ήσαν ήδη άνω
κάτω δια την αργοπορίαν μας· αλλ’ όταν διηγήθην εις αυτούς την
συγκινητικήν ιστορίαν των αμυγδαλών, μ’ εσυγχώρησαν και μ’ εφίλησαν
δακρυσμένοι και οι δύο, ο θείος μου και η θεία. Μόνον η Frau Έμμα με
ήκουσε ψυχρά, ψυχρά, και εν επιλόγω ηρκέσθη να μ’ ερωτήση αν αμύγδαλον
είνε εκείνο το οποίον γερμανικά λέγεται Mandel. Πάντοτε είχα την ιδέαν
ότι είνε αναίσθητη γυναίκα, αλλ’ όχι τόσον, Θεέ μου!…
» Από τα άνθη αυτά, τα άγια και ιερά σύμβολα της αδελφικής αγάπης,
στέλλω προς σε, αγαπητή μου φίλη. Το εν από τα ατυχή εκείνα πλάσματα,
μάλιστα, έφερε το όνομά σου, Αγλαΐα…. Φύλαξέ τα όπως τα στέλλω δεμένα
σφικτά, σφικτά, και κάμε μου εις αυτά όρκον, ότι έτσι σφικτά θα είναι
πάντοτε δεμέναι και αι καρδίαι μας.
Θα έλθω μεθαύριον
Σε φιλώ
Ελένη»
Οσάκις αναγινώσκω αυτό το γράμμα της σπαράζεται η καρδία μου. Και
όμως τι παράξενο! το αναγινώσκω ίσα ίσα οσάκις θέλω να πείσω τον εαυτόν
μου ότι αν η Ελένη με αφίνει κάποτε μόνην και τρέχει εις την εξοχήν, δεν
θα ειπή δι’ αυτό ούτε ότι δεν με αγαπά, ούτε ότι δεν είναι καλή και
χαριτωμένη κόρη».
Αγλαΐα Β.
ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΟ: Γιώργος Πάλλης, Επίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ
Ένα από τα λίγα λοιπόν κείμενα που γράφτηκαν για το Μαρούσι, είναι το διήγημα του Γεωργίου Δροσίνη με τίτλο «Αι δύο αμυγδαλαί», το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 14 Οκτωβρίου του 1884 στο τεύχος 459 του περιοδικού «Eστία» (σελ. 662-665), με ψευδώνυμο. Ο συγγραφέας μιλά σε πρώτο πρόσωπο ως μία νεαρή κοπέλα, που λαμβάνει ένα γράμμα από την επιστήθια φίλη της, η οποία βρίσκεται για λίγες μέρες στο Μαρούσι, μαζί με τη Γερμανίδα γκουβερνάντα της. Μέσα σε αυτό το γράμμα εντάσσεται η κυρίως αφήγηση, που έχει ως θέμα την τραγική ιστορία δύο μικρών παιδιών, τα οποία σκοτώθηκαν στο χωριό και ενταφιάστηκαν έχοντας στον κόρφο τους μερικά αμύγδαλα. Την ιστορία τους διηγείται η γριά καντηλανάφτισα του νεκροταφείου του Αμαρουσίου, το οποίο βρισκόταν τότε στην Αγία Σωτήρα – στη σημερινή πλατεία Αγίας Λαύρας.
Δεν γνωρίζουμε αν ο Δροσίνης εμπνεύστηκε το διήγημά του από πραγματικά γεγονότα. Ενδιαφέρον είναι ότι πολλά χρόνια αργότερα, το 1920, ο αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου μετέφερε περιληπτικά την ίδια ιστορία στο έργο του «Ο Αναδρομάρης της Αττικής», χωρίς να αναφέρεται στο διήγημα του Δροσίνη. Γνώριζε την ιστορία από άλλη πηγή ή την είχε διαβάσει στον Δροσίνη και το είχε λησμονήσει; Το ερώτημα μένει αναπάντητο.
Το διήγημα αναδημοσιεύτηκε το 1908 στην «Eφημερίδα των Κυριών» (αρ. φύλλου 951, 1-15 Ιουλίου, σελ. 303-305), την οποία εξέδιδε η Καλλιρόη Παρρέν, η πρωτοπόρος των δικαιωμάτων και της χειραφέτησης των γυναικών στη νεότερη Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Μαρούσι δεν ήταν άγνωστο στην Παρρέν: το 1888 είχε δημοσιεύσει στην ίδια εφημερίδα ένα μεγάλο άρθρο -σε τρεις συνέχειες- με τον τίτλο «Αμαρούσιον», στο οποίο περιέγραφε την όχι και πολύ ευχάριστη θέση και ζωή των γυναικών στο χωριό, το οποίο παρουσιάσαμε με σχόλια στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ το 2016.
Οι αιωνόβιες πλέον «Δύο αμυγδαλιές» του Δροσίνη γνώρισαν έκτοτε πολλές επανεκδόσεις, με τελευταία εκείνη στον Δ’ τόμο των Απάντων του συγγραφέα, που εκδόθηκε το 1997 από τον ιστορικό Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ωφελίμων Βιβλίων. Ωστόσο, παραμένουν άγνωστες στο τοπικό κοινό, χάριν του οποίου τις αναδημοσιεύουμε εδώ, τηρώντας την ορθογραφία του πρωτοτύπου (της πρώτης έκδοσης της «Eστίας»).
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment