«Μαμά ακούω φωνές! Όσο νομίζω ότι δραπετεύω τόσο τρέχω πίσω σε εσένα. Νιώθω να αιωρούμαι ανάμεσα στο υπάρχω και δεν υπάρχω για εσένα.» Ψύχωση ή σύμπτωμα; Το φαινόμενο του ακουστικών ψευδαισθήσεων σε παιδιά δεν είναι κάτι που προκαλεί έκπληξη ή που δεν συμβαίνει.
Το φαινόμενο των ακουστικών ψευδαισθήσεων
Αυτό το σύμπτωμα δεν μπορεί επίσης να θεωρηθεί συνώνυμο ψυχωτικής διαταραχής, όπως η σχιζοφρένεια ή η διπολική διαταραχή. Δεν μπορεί, επίσης, να αποτελεί σύμπτωμα το οποίο μακροπρόθεσμα θα οδηγήσει απόλυτα σε ψυχική ασθένεια. Η έλλειψη ύπνου, το έντονο στρες, νευρολογικά προβλήματα έχουν «ενοχοποιηθεί» για την εκδήλωση ακουστικών ψευδαισθήσεων.
Η διάγνωση πρέπει να διεξάγεται πολύ προσεκτικά διότι αντίστοιχα θα διαμορφώσει και τη θεραπεία.
Η έρευνα είναι ακόμη υπό εξέλιξη όσον αφορά τις ακουστικές ψευδαισθήσεις σε παιδιά ιδίως προεφηβικής ηλικίας χωρίς την παρουσία ψυχωτικών διαταραχών. Το μόνο βέβαιο είναι ότι πρέπει και αυτά τα περιστατικά να τα παρακολουθούμε στενά, ώστε να παρατηρούμε την ένταση και τη συχνότητα των φωνών, πόσο δυσχεραίνουν και επηρεάζουν το παιδί, τι μηνύματα στέλνουν και τι τις πυροδοτεί.
Η αλήθεια είναι ότι οι φωνές κοπιάζουν να δώσουν απαντήσεις σε αναπάντητα ερωτήματα του παιδιού. Στην συντριπτική πλειοψηφία τους τα ερωτήματα έχουν ως σημείο αναφοράς τη σχέση με τους κοντινούς ανθρώπους του (μητέρα, πατέρας, συγγενείς), και το πώς επεξεργάζεται το παιδί την μητρική φιγούρα ώστε αυτή να ενσαρκώνεται στις φωνές.
Η λεκτική, σωματική και σεξουαλική κακοποίηση, οι απειλές, η παραμέληση, η ενδοοικογενειακή βία, οι ακατάλληλες συνθήκες διαβίωσης στην οικογένεια είναι συνήθως αυτά που κρύβονται πίσω από τις φωνές.
Αυτό βέβαια συμβαίνει υποσυνείδητα και οι φωνές βγαίνουν αυθόρμητα στην επιφάνεια. Υπάρχουν και ορισμένα περιστατικά κατά τα οποία τα παιδιά συσσωρεύουν ένα υπέρμετρο άγχος το οποίο διοχετεύεται στις φωνές (διαζύγιο γονέων - απώλεια γονέα - το παιδί- μάρτυρας ενός ατυχήματος – υπερβολικό άγχος αποχωρισμού).
Μήπως, λοιπόν, σε αυτές τις περιπτώσεις οι φωνές είναι το σύμπτωμα μιας δυστυχισμένης, αποδιοργανωμένης συναισθηματικής κατάστασης;
Αυτές οι φωνές είναι σαν μια εσωτερική υπαρξιακή αγωνία, η οποία εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο, ενώ άλλοι πολλές φορές την βιώνουν μέσα από τις κρίσεις πανικού, την κλινική κατάθλιψη ή τις ψυχοσωματικές παθήσεις.
Η μητέρα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο που θα σμιλεύσει, θα δώσει σχήμα και χρωματισμούς στην προσωπικότητα και την ακατέργαστη ακόμη ψυχική οντότητα του μικρού μωρού της.
Κάνοντας μια ανασκόπηση σε εμπειρικές μελέτες αλλά και παρατηρήσεις βρεφών, είμαστε πλέον βέβαιοι πως οι ποιοτικές διαφορές της μητέρας κρύβουν μια παντοδυναμία που καλώς ή κακώς θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό την νοητική, γνωστική, νευρολογική, ψυχική υγεία και ταυτότητα του παιδιού.
Η γονιδιακή προδιάθεση πίσω από το φαινόμενο ακουστικών ψευδαισθήσεων
Μεγάλη διερεύνηση έχει πραγματοποιηθεί σε περιστατικά νηπίων τα οποία παρουσίαζαν ακουστικές ψευδαισθήσεις, παρά την απουσία υποκείμενων συμπτωμάτων. Σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα θα πρέπει να μελετάται το οικογενειακό ιστορικό, διότι η γενετική προδιάθεση σε ψυχώσεις δύναται να εκτοξεύσει τη συμπτωματολογία και να επιβαρύνει τη μορφή της, όπου και η θεραπεία είναι πιο δύσβατη και μακροχρόνια.
Μιας και όμως αναφερόμαστε σε αυτό, υποστηρίζεται πως το οικογενειακό ιστορικό ασθενών με διπολική διαταραχή και σχιζοφρένεια, ενισχύει μια γονιδιακή μετάλλαξη στην επόμενη γενιά, γεγονός που αυξάνει την ευαλωτότητα του παιδιού σε τέτοιου είδους συμπτώματα τα οποία αναδύονται υπό καταστάσεις στρες και μπορούν πιο εύκολα να οδηγήσουν σε ψυχικές διαταραχές.
Ο φοβικός / αποφευκτικός δεσμός μητέρας – παιδιού
Μιλώντας πιο συγκεκριμένα, το αποφευκτικό γονεϊκό πρότυπο έχει συνδεθεί με την ανάπτυξη ακουστικών ψευδαισθήσεων σε παιδιά, αλλά και ενήλικες ασθενείς με σχιζοφρένεια οι οποίοι έχουν εκφράσει ιστορικό με φοβικό/αποφευκτικό δεσμό με την μητέρα.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, έχουμε μια μητέρα που τείνει να είναι συναισθηματικά μη διαθέσιμη, ανύπαρκτη, αδρανής, με απάθεια προς τις ανάγκες του παιδιού της. Δεν ανταποκρίνεται, ούτε εκδηλώνεται με την ομιλία της, την γλώσσα του σώματος, τις κινήσεις, τις πράξεις και φαίνεται απευαισθητοποιημένη και αμελής με μία συνεχή παλινδρόμηση από το να προσπαθεί να προσεγγίσει το παιδί και τελικά να υποχωρεί. Η ίδια η μητέρα μοιάζει να είναι αποδιοργανωμένη.
Ως αποτέλεσμα, το παιδί γίνεται αυτό-εξαρτώμενο, παλεύει δηλαδή να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις. Ζει με το φόβο της απόρριψης και της εγκατάλειψης βιώνοντας ταυτοχρόνως το άγχος του αποχωρισμού. Φαίνεται οξύμωρο όμως ένα παιδί θέλει και ελπίζει στη σύνδεση με τη μητέρα του ακόμη και αν αισθάνεται παραμελημένο. Θα εξακολουθεί να μην θέλει να την χάσει διότι η ταυτότητά του και η ευημερία του εξαρτώνται πλήρως από εκείνη.
Το αίσθημα εμπιστοσύνης, ως πρωταρχική ενστικτώδη ανάγκη του παιδιού, κλονίζεται. Νιώθει μια αβεβαιότητα και ένα μυστήριο γύρω από τις προθέσεις της μητέρας. Μετέπειτα το ίδιο αρχίζει να παρουσιάζει ασταθείς αντιδράσεις και μια συγκεχυμένη άποψη για τον εαυτό του και τον περίγυρο.
Αποκωδικοποιώντας το φαινόμενο αυτό, καταλήγουμε στο ότι τα παιδιά που ακούν φωνές τείνουν να καταπνίγουν και να απωθούν ασυνείδητα τα αρνητικά συναισθήματα και εικόνες που υποβάλλονται από τη μητέρα.
Τα παιδιά, λοιπόν, καλλιεργούν ένα κόσμο αμφίδρομο, ανάμεσα στον πόθο για συναισθηματική και σωματική αποδοχή από τη μητέρα και τον τρόμο, ανάμεσα στην φροντίδα και την παραμέληση, το «σ’ αγαπώ» και το «δεν σε θέλω». Ένας κόσμος αποδιοργανωμένος, όπως είναι και η μητέρα, όπου επικρατεί ο διχασμός ανάμεσα στην αποδοχή και την απόρριψη.
Η ενοχή που κρύβεται στις «φωνές»
Το παιδί μπορεί να θέλει να έρθει σε επαφή με τη μητέρα και την ίδια στιγμή να φοβάται για αυτή τη σύνδεση. Συνήθως, οι μητέρες τροφοδοτούν την επικοινωνία με την ενοχή. Ορισμένες χρησιμοποιούν καταπληκτικά τεχνάσματα στην γλώσσα τους που το παιδί αισθάνεται υπεύθυνο για όλα, ότι οτιδήποτε και αν συμβαίνει φταίει εκείνο, φοβισμένο και κατηγορούμενο, δίχως καν να έχει την γνωστική ικανότητα να φιλτράρει και να διαχειριστεί τόσο μπερδεμένες καταστάσεις... αισθάνεται ανεπιθύμητο, ότι δεν αξίζει.
Η μητέρα μπορεί να κάνει με τη σειρά της προσπάθειες να συνδεθεί με το παιδί, όμως αυτό ενισχύει στο παιδί την αποδιοργάνωση. Είναι αδύνατον ένα παιδί μεγαλώνοντας με ένα τέτοιο μοτίβο να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη εικόνα εαυτού, μια ταυτότητα, δε γνωρίζει πώς να ερμηνεύσει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του.
Η σκέψη και το συναίσθημα κυμαίνονται σε δύο πόλους, στα άκρα, χάνοντας το ίδιο την ισορροπία των πραγμάτων.
Είναι πάνω από αυτό που μπορεί να αντέξει. Τόσο ψυχικά όσο και αναπτυξιακά. Αυτές οι εμπειρίες προδιαθέτουν την ανάδειξη ακουστικών ψευδαισθήσεων, σε μια προσπάθεια του παιδιού να διαχειριστεί το θυμό, το στρες, και τις ακραίες συμπεριφορές της μητέρας του οι οποίες δεν μπορούν να βγάλουν νόημα.
Πώς ένα παιδί οδηγείται στις ψευδαισθήσεις;
Γιατί όμως ένα παιδί να ακούει φωνές; Τι θέλει να μας πει;
Σε κάποιους αυτή η κατάσταση φαίνεται υπερβολική ή σπάνια. Η απάντηση είναι όμως απλή μπροστά στην περιπλοκότητά της.
Οι φωνές είναι η διέξοδος που επιτρέπει να ξεσπάσει το άγχος που βιώνει το παιδί. Η εσωτερική αβεβαιότητα του «με αγαπάει έναντι του δεν με αγαπάει» και ό,τι αυτό συνεπάγεται, οδηγεί τον εγκέφαλο να αναπτύξει έναν αμυντικό μηχανισμό που θα αντικαταστήσει μια ισορροπία και έναν έλεγχο στο αίσθημα της αστάθειας.
Τα διττά μηνύματα της μητέρας, ακριβώς επειδή στο περιεχόμενό τους είναι αινιγματικά και ασαφή, (πότε με λέξεις θετικές και πότε με απειλητικό ύφος), έχουν ως αποτέλεσμα να απορρυθμίζουν τις γνωστικές και νευρολογικές λειτουργίες του εγκεφάλου.
Μάλιστα κάποιες εγκεφαλικές δομές άρρηκτα συνδεδεμένες με το συναίσθημα, όπως ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή, υφίστανται μη αναστρέψιμες αλλαγές στην ενεργοποίηση και την διέγερσή τους απέναντι στα ερεθίσματα και την αλληλεπίδρασή τους με υπόλοιπες περιοχές και ορμόνες.
Από ψυχαναλυτική σκοπιά, οι φωνές αυτές μπορεί να φέρουν τη μορφή διαλόγου (πιθανών μεταξύ μητέρας-παιδιού) ή ενός μονολόγου είτε εξωτερικών ήχων που είναι ενοχλητικοί για το παιδί. Είναι με λίγα λόγια οι άλυτες διαμάχες με τη μαμά, οι ιδέες για αυτήν, που έρχονται να δώσουν κάποιο νόημα στο αποδιοργανωμένο εγώ και την διαταραγμένη πραγματικότητα του παιδιού.
Τα σύμβολα γύρω από τις φωνές
Στοιχεία όπως ο τόνος της φωνής, η αυστηρότητα ή η νευρική ροή της γλώσσας, η ένταση, και η συχνότητα αυτών επιδρούν και στην ποιότητα των φωνών. Στα δεδομένα μας, υπάρχει μια επικράτηση ανδρικών φωνών έναντι γυναικείων, αλλά οι μηχανισμοί πίσω από αυτό παραμένουν άγνωστοι. Ίσως οι αντρικές φωνές θα μπορούσαν να θεωρηθούν πιο επιβλητικές σαν να προσωποποιούν την αρχή της εξουσίας ή να πρεσβεύουν υποσυνείδητους φόβους που αφορούν το συγκεκριμένο φύλο.
Αυτό που συχνά παρατηρείται είναι οι φωνές που δηλώνουν καταφυγή, προσβολή, απειλή, εκφοβισμό, υποτιμητικό σχολιασμό καθώς ο τόνος τους είναι απαιτητικός, θυμωμένος και επείγων.
Το πόσο τραυματική είναι η επικοινωνία και η σχέση με την μητέρα και τους άλλους θα καθορίσει τα επίπεδα έντασης και σοβαρότητας των φωνών.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως τα φοβικά/διττά μηνύματα της μητέρας επιταχύνουν την έναρξη των ακουστικών ψευδαισθήσεων συγκριτικά με αυτά που είναι λιγότερο απειλητικά και στρεσογόνα για το παιδί.
Τα διττά μηνύματα είναι τα αντιφατικά αισθήματα που εκφράζει η μητέρα προς το παιδί, το να προσπαθεί να το φροντίσει με αγάπη και από την άλλη να αδιαφορεί για εκείνο, με αποτέλεσμα το παιδί να βιώνει μια σύγχυση του «μ’ αγαπάει – δεν μ’ αγαπάει», «με θέλει – δεν με θέλει», «υπάρχω – δεν υπάρχω».
Οι «φωνές» ως μια τραυματική μνήμη
Και που πάει το τραύμα όταν ξεχαστεί; Υπάρχει μνήμη ανεξίτηλη;
Οι τραυματικές κυρίως εμπειρίες όταν μετουσιωθούν σε αναμνήσεις, δύσκολα φεύγουν και απλώς μπορεί να αλλάξουν προσωπείο. Στην ευαίσθητη παιδική ηλικία που δεν υπάρχει η γνωστική ικανότητα να επεξεργαστεί και να διαχειριστεί το άτομο αυτό που του συνέβη το τραύμα θα επανέλθει σε άλλη μορφή, στη μορφή μιας διαταραχής όπως η αποσυνδετική διαταραχή, η διαταραχή προσωπικότητας, οι κρίσεις πανικού, η μακροχρόνια θλίψη ή και οι φωνές.
Οι φωνές δύναται να αντιπροσωπεύουν την τραυματική μνήμη (trauma-based memory), όπου αποθηκεύονται και ενεργοποιούνται αναμνήσεις από παιδική/σεξουαλική κακοποίηση και βία, φαινόμενα που πρωταγωνιστούν στο φοβικό/αποφευκτικό πρότυπο.
Εδώ οι φωνές ενσαρκώνουν ξεχασμένες και καταπιεσμένες μνήμες, όπως η αναπαραγωγή βίαιων σκηνών στην οικογένεια. Οι φωνές τυπικά πυροδοτούνται αθέλητα από ερέθισμα που αντιληπτικά το παιδί θα ταιριάξει με μια πτυχή ενός γεγονότος, λόγου χάρη την μυρωδιά της μητέρας, ένα αντικείμενο που να χρησιμοποιείται από την μητέρα.
Σε κλινικούς και μη κλινικούς πληθυσμούς έχει βρεθεί ένα γνωστικό έλλειμμα που αφορά τη συστολή και την αυτοσυγκράτηση. Αυτό το έλλειμμα αφήνει αφιλτράριστο το ερέθισμα να περάσει και έτσι αυθόρμητα αναδύονται οι ψευδαισθήσεις. Αυτό σημαίνει ότι ένα παιδί με αδυναμία επεξεργασίας ενός τραυματικού ερεθίσματος γίνεται παρορμητικό και ανίκανο να το αποφύγει, αυξάνοντας την ευαλωτότητά του στις ακουστικές ψευδαισθήσεις.
Φυσικά, η κατάθλιψη, η απομόνωση και ο αυτοτραυματισμός όχι μόνον εντείνουν και διαιωνίζουν τις ψευδαισθήσεις αλλά τις κάνουν πιο δεινές για το άτομο. Οι φωνές εμπεριέχουν ως επί το πλείστον προσωπικά χαρακτηριστικά του παιδιού για τα οποία υποτίθεται ότι φταίει ή κατηγορείται, οπότε περαιτέρω άσχημες συνθήκες επιβαρύνουν αυτόν τον φαύλο κύκλο.
Παρόλο που γνωρίζουμε σημαντικά δεδομένα, οι μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να λάβουν υπόψη το ζήτημα πολύπλευρα, εξετάζοντας δηλαδή την γενετική προδιάθεση, το ταπεραμέντο του παιδιού, το αναπτυξιακό στάδιο, το γνωστικό επίπεδο και τελικά με αξιόπιστη μεθοδολογία να ανιχνεύσουμε τους μηχανισμούς πίσω από τις ακουστικές ψευδαισθήσεις.
Θα πρέπει να προσεγγίζουμε το κάθε παιδί εξατομικευμένα, ώστε πέρα από την αιτία να βρούμε τον κατάλληλο τρόπο να διαχειριστούμε το πρόβλημα προσδοκώντας την ψυχοσωματική τους ευημερία και την λειτουργικότητά τους ως ενήλικες.
Οι φωνές για ένα παιδί αναπτύσσονται ως μια δική του αποκλειστική διάλεκτο με στόχο να επικοινωνήσουν με τον εαυτό τους και τις πληγές τους, μια προσπάθεια να λύσει το αίνιγμα πίσω από το τραύμα του. Είναι ένα μέσο να κατανοήσει, να δώσει νόημα και συνέπεια σε έναν κόσμο με αμφίδρομα συναισθήματα και ανθρώπους.
Βιβλιογραφία
- Howell, E. F. (2013). The dissociative mind. Routledge.
- Maijer, K., Hayward, M., Fernyhough, C., Calkins, M. E., Debbané, M., Jardri, R., & Bartels-Velthuis, A. A. (2019). Hallucinations in children and adolescents: an updated review and practical recommendations for clinicians. Schizophrenia bulletin, 45(Supplement_1), S5-S23.
- Read, J., Agar, K., Argyle, N., & Aderhold, V. (2003). Sexual and physical abuse during childhood and adulthood as predictors of hallucinations, delusions and thought disorder. Psychology and Psychotherapy: Theory, research and practice, 76(1), 1-22.
No comments:
Post a Comment