Διασκευή: Βασιλική Π. Δεδούση
Μια φορά και έναν καιρό, πάνω σε μια μεγάλη φουντωτή ελιά, στο πιο χοντρό κλαρί της, καθόταν ο Κίτσος, ο κατάμαυρος κόρακας, καμαρωτός και περήφανος.
Μόλις είχε κλέψει από το κρεοπωλείο του διπλανού χωριού ένα λαχταριστό κομμάτι φρέσκο κρέας και σταμάτησε για λίγο στο κλαρί της ελιάς, να πάρει μια ανάσα και να ξεκουραστεί από το γρήγορο πέταγμα.
Φτερά έβαλε, που λένε, για να μην πάρουνε χαμπάρι την κλεψιά του και βγάλει το δίκαννο ο χασάπης και του τη μπουμπουνίσει.
Πήρε πολλές ανάσες και ευχαριστιόταν, που σε λιγάκι θα καταβρόχθιζε το νόστιμο μεγάλο μεζέ του.
Εκεί κοντά όμως, μέσα από τα χαμόκλαδα, να την που ξεπροβάλλει η κυρά-Μαριώ, η πονηρή αλεπού.
— Μα τι μοσχομυρίζει έτσι; μουρμουρίζει και ψάχνει με τα ρουθούνια της να βρει από πού έρχεται αυτή η λαχταριστή ευωδιά που έκανε το στομάχι της να γουργουρίζει από τη λιγούρα και να τρέχουνε τα σάλια της.
Σηκώνει τα μάτια της και βλέπει τον Κίτσο, το μαυροκόρακα, να έχει στο γκρίζο ράμφος του καρφωμένο το μεγάλο κομμάτι κρέας.
— Πρέπει να του το πάρω, σκέφτεται η πονηρή αλεπού. Αλλά πώς; εγώ δεν ανεβαίνω στα δέντρα για να του το κλέψω χωρίς να με πάρει χαμπάρι. Και αυτός ο κόρακας έχει και φτερά. Σε λίγο θα πετάξει για τη φωλιά του για να φάει το μεζέ και εγώ θα μείνω μόνο με τη μυρωδιά του. Κάτι πρέπει να βρω, κάποια πονηριά να κάνω για να του το βουτήξω.
Και αμέσως της έρχεται μια πολύ καλή ιδέα.
— Καλημέραααααα πανέμορφο πουλίιιι, φωνάζει δυνατά για να την ακούσει ο Κίτσος, που ήτανε και λιγάκι κουφός.
— Καλημέρααααα… μα τι ομορφιάααα είναι αυτή!!! Δεν έχω δει άλλο πουλί με τόσα χρώματα λαμπερά στα φτερά του!!! Τα πόδια σου είναι τόσο γερά, τα μάτια σου όλο εξυπνάδα, το ράμφος σου τόσο δυνατό και κατακίτρινο σαν το χρυσάφι!!!
Καμαρώνει ο κατάμαυρος κόρακας, ο χαζούλης ο Κίτσος, και κουνάει τα φτερά του πολύ ευχαριστημένος από τα λόγια της αλεπούς.
— Αααααχ, κόρακά μου, πανέμορφε… ααααχ, συνεχίζει η πονηρή κυρά-Μαριώ, ένα μόνο σου λείπει, ένααααα και θα ήσουν το πιο τέλειο πουλί από όλααααα. Αν είχες φωνή, θα ήσουν ο βασιλιάς όλων των πουλιώωωων.
— Δεν έχω φωνή;; μα τι λέει αυτή η χαζή;; σκέφτεται θυμωμένος ο Κίτσος.
Και αμέσως ανοίγει το ράμφος του και βγάζει δυο φοβερά κρααααααα, κραααααααα για να της αποδείξει ότι και φωνή έχει, και πολύ όμορφη και μελωδική είναι.
Αυτό περιμένει η πονηρή κυρά-Μαριώ.
Με το πρώτο κραααααααα, πέφτει κάτω το κρέας, το αρπάζει αυτή και όπου φύγει φύγει, έγινε καπνός.
Σταματάει πάνω στο βουναλάκι, απέναντι, κάνει μια χαψιά το νόστιμο κρέας και γελώντας λέει στον Κίτσο, το κατάμαυρο νηστικό κοράκι.
— Φίλε μου, ποτέ να μην πιστεύεις στα όμορφα λόγια των άλλων, όταν έχεις κάτι που θέλουν να σου το κλέψουν. Αν ήξερες πώς είσαι στ΄ αλήθεια, αν είχες δηλαδή μυαλό, τώρα εσύ θα ήσουν χορτάτος και εγώ νηστικιά. Άλλη φορά να προσέχεις πολύ.
Ο μύθος του Αισώπου στην αρχαία μας γλώσσα
Πρὸς ἄνδρα ἀνόητον ὁ λόγος εὔκαιρος.
Κόραξ κρέας ἁρπάσας ἐπί τινος δένδρου ἐκάθισεν. Ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν καὶ βουλομένη τοῦ κρέατος περιγενέσθαι στᾶσα ἐπῄνει αὐτὸν ὡς εὐμεγέθη τε καὶ καλόν, λέγουσα καὶ ὡς πρέπει αὐτῷ μάλιστα τῶν ὀρνέων βασιλεύειν, καὶ τοῦτο πάντως ἂν ἐγένετο, εἰ φωνὴν ἔχειν. Ὁ δὲ παραστῆσαι αὐτῇ θέλων ὅτι καὶ φωνὴν ἔχει, ἀποβαλὼν τὸ κρέας μεγάλα ἐκεκράγει. Ἐκείνη δὲ προσδραμοῦσα καὶ τὸ κρέας ἁρπάσασα ἔφη· «Ὦ κόραξ, καὶ φρένας εἰ εἶχες, οὐδὲν ἂν ἐδέησας εἰς τὸ πάντων σε βασιλεῦσαι.»
Κόραξ και Αλώπηξ
Κόραξ εις άκραν υψηλήν,
κλάδου εκάθετο ελαίας,
μέλαναν είχεν την μορφήν
και εις το ράμφος είχεν κρέας.
Εις τα χαμόκλαδα κοντά
αλώπηξ ίσταται δολία,
τους ρώθωνας αυτής κεντά,
του κρέατος η ευωδία.
Τρέχει, προφτάνει, περιττός ο κόπος,
μάτην η σπουδή της—
Τι κρίμα κι είναι φτερωτός,
ο ευτυχής ιδιοκτήτης!!
Κατ΄ άλλον τρόπον μελετά
εις τα νερά της να τον φέρει,
βλέπει επάνω, χαιρετά
και ταύτα ευγενώς προφέρει:
—Χαίρε πανέμορφον πουλί,
που σαν εσέ δεν είναι άλλο.
Τις έχει τόσην ομορφιάν;
Τις πτέρυγας ποικιλοτέρας;
Αν είχες όμως και φωνήν;
Θα ήσουν των πτηνών το τέρας!!
—Φωνήν δεν έχω; να χαθείς, εντός του είπεν.
Κι ευθέως δυο τραχέα κρααα, κρααα εβγάζει
Και μπαααφ, το κρέας καταγής
και χραααπ, η πονηρά τ΄αρπάζει.
Ακόμα τρέχει εις το βουνόν
και αφού έφαγε το κρέας,
γελώσα λέγει εις το πτηνόν
τας λέξεις ταύτας τελευταίας:
—Μάθε, ω φίλτατον πουλί,
μάθε, ω άνθος των κοράκων,
πως των ευπίστων η φυλή,
τρέφει το γένος των κολάκων!!
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment