Κείτονταν στη μέση του πεζοδρομίου της Πανεπιστημίου, μπροστά στην Τράπεζα της Ελλάδος. Παραμονές Πρωτοχρονιάς, σχεδόν πέσανε επάνω στο κορμί του τα παγωμένα βήματά μου. Αδιευκρίνιστης καταγωγής, μάλλον ξένος, ψηλός και καλοχτισμένος φαινότανε καθώς ήτανε οριζοντιωμένος καταγής, σφιχτοζωσμένος στο πολυκαιρισμένο του παλτό. Ακούνητος, με σφαλιστά τα μάτια κι ένα πλαστικό ποτήρι μπροστά στην κεφαλή του, με λιγοστά κέρματα μέσα.
Στάθηκα ομπρός του για μερικές στιγμές. Έδειχνε να κοιμάται· κι αν του συνέβη κάτι; Δύσκολο να ξεχωρίσεις έναν κοιμισμένο από κάποιον που έχει χάσει τις αισθήσεις του, σαν δεν τον πλησιάσεις. Κι αν ήθελε να κοιμηθεί, δεν θα ‘τανε πιο λογικό να τραβηχτεί παρέκει, στον γύρο του πεζοδρομίου, ή να κουρνιάσει μες στους θάμνους του Πανεπιστημίου απέναντι;
Απόμεινα να τον ξανοίγω· δεν έδειξε σημάδι πως αντιλήφθηκε την παρουσία μου. Σκέφτηκα να σιμώσω κι άλλο, να σκύψω από πάνω του να δω αν ανασαίνει, να τον σκουντήξω και να τον ρωτήσω αν είναι καλά. Γύρω τριγύρω προσπερνάγανε οι διαβάτες με βήμα ταχύ, δίχως να δώσουνε καμία σημασία. Άλλος θωρούσε πέρα, άλλος χάιδευε την οθόνη του κινητού του, άλλος τηλεφωνούσε μουρμουρίζοντας μέσα απ’ το κασκόλ του. Κανείς δεν γύρισε να μας κοιτάξει, ούτε τον ξένο καταγής ούτε κι εμένα που έστεκα σιμά του. Απλώς μας αποφεύγανε να μη μας κουτουλήσουν, όπως θ’ απέφευγε κανείς έναν κάδο σκουπιδιών.
Ξένος κι εγώ σ’ αυτή την πολιτεία, έκαμα όπως οι άλλοι· καμώθηκα πως δεν υπάρχει άνθρωπος κατάχαμα στον δρόμο, σήκωσα τον γιακά μου, έσφιξα τα χέρια μες στις τσέπες μου και τράβηξα ευθύς για το πουθενά μου, κοιτώντας ολόισια προς το υπέροχο τίποτα που απλωνότανε μπρος μου. Άνοιξα το βήμα μου και χάθηκα ανάμεσα σε άλλους ξένους, ο καθένας μας μες στο δικό του σύμπαν.
Κι ήτανε εντελώς παράλληλα τα σύμπαντά μας, δίχως κυρτώσεις, καμπυλώσεις και σημεία τομής, δίχως καμία επαφή και κοινό τόπο. Αδιατάρακτος πορευότανε καθείς από μας, ανεξάρτητα απ’ το τι συνέβαινε δίπλα μας· λες κι έπρεπε να διασχίσουμε το πέλαγος των ανθρώπων με όσο το δυνατό λιγότερες παραστάσεις, αποφεύγοντας ακόμη και να διασταυρώσουμε τα βλέμματά μας σαν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος και προσπαθώντας να ανταλλάξουμε μεταξύ μας μονάχα τις απολύτως απαραίτητες κουβέντες.
Παραμονές Πρωτοχρονιάς πέταξα ένα κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής μου. Κείτεται στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου, μπροστά στην Τράπεζα της Ελλάδος, δίπλα σ’ έναν ξένο που κοιμάται, εκτός κι αν έχει πεθάνει απ’ το κρύο.
Συντάκτης: Λευτέρης Κουγιουμουτζής
Εφημερίδα των Συντακτών
Στάθηκα ομπρός του για μερικές στιγμές. Έδειχνε να κοιμάται· κι αν του συνέβη κάτι; Δύσκολο να ξεχωρίσεις έναν κοιμισμένο από κάποιον που έχει χάσει τις αισθήσεις του, σαν δεν τον πλησιάσεις. Κι αν ήθελε να κοιμηθεί, δεν θα ‘τανε πιο λογικό να τραβηχτεί παρέκει, στον γύρο του πεζοδρομίου, ή να κουρνιάσει μες στους θάμνους του Πανεπιστημίου απέναντι;
Απόμεινα να τον ξανοίγω· δεν έδειξε σημάδι πως αντιλήφθηκε την παρουσία μου. Σκέφτηκα να σιμώσω κι άλλο, να σκύψω από πάνω του να δω αν ανασαίνει, να τον σκουντήξω και να τον ρωτήσω αν είναι καλά. Γύρω τριγύρω προσπερνάγανε οι διαβάτες με βήμα ταχύ, δίχως να δώσουνε καμία σημασία. Άλλος θωρούσε πέρα, άλλος χάιδευε την οθόνη του κινητού του, άλλος τηλεφωνούσε μουρμουρίζοντας μέσα απ’ το κασκόλ του. Κανείς δεν γύρισε να μας κοιτάξει, ούτε τον ξένο καταγής ούτε κι εμένα που έστεκα σιμά του. Απλώς μας αποφεύγανε να μη μας κουτουλήσουν, όπως θ’ απέφευγε κανείς έναν κάδο σκουπιδιών.
Ξένος κι εγώ σ’ αυτή την πολιτεία, έκαμα όπως οι άλλοι· καμώθηκα πως δεν υπάρχει άνθρωπος κατάχαμα στον δρόμο, σήκωσα τον γιακά μου, έσφιξα τα χέρια μες στις τσέπες μου και τράβηξα ευθύς για το πουθενά μου, κοιτώντας ολόισια προς το υπέροχο τίποτα που απλωνότανε μπρος μου. Άνοιξα το βήμα μου και χάθηκα ανάμεσα σε άλλους ξένους, ο καθένας μας μες στο δικό του σύμπαν.
Κι ήτανε εντελώς παράλληλα τα σύμπαντά μας, δίχως κυρτώσεις, καμπυλώσεις και σημεία τομής, δίχως καμία επαφή και κοινό τόπο. Αδιατάρακτος πορευότανε καθείς από μας, ανεξάρτητα απ’ το τι συνέβαινε δίπλα μας· λες κι έπρεπε να διασχίσουμε το πέλαγος των ανθρώπων με όσο το δυνατό λιγότερες παραστάσεις, αποφεύγοντας ακόμη και να διασταυρώσουμε τα βλέμματά μας σαν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος και προσπαθώντας να ανταλλάξουμε μεταξύ μας μονάχα τις απολύτως απαραίτητες κουβέντες.
Παραμονές Πρωτοχρονιάς πέταξα ένα κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής μου. Κείτεται στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου, μπροστά στην Τράπεζα της Ελλάδος, δίπλα σ’ έναν ξένο που κοιμάται, εκτός κι αν έχει πεθάνει απ’ το κρύο.
Συντάκτης: Λευτέρης Κουγιουμουτζής
Εφημερίδα των Συντακτών
No comments:
Post a Comment