Ξέρετε, παιδιά, τι κάνουν οι παλιοί οι χρόνοι, που φεύγουν κάθε παραμονή
Πρωτοχρονιάς;
Ακούστε, λοιπόν: Μαζεύονται σ’ ένα μεγάλο πύργο και περιμένουν να ’ρθει ο τελευταίος, αυτός που φεύγει εκείνη τη χρονιά, και μετά κόβουν την πίτα τους.
Είναι πολύ σπουδαίο αυτό το κόψιμο της πίτας, γιατί τότε γίνεται κάτι πολύ ασυνήθιστο για μας: Όποιος βρει το φλουρί που είναι κρυμμένο στην πρωτοχρονιάτικη πίτα, γίνεται αρχηγός των γερο-χρόνων. Γιατί οι γερο-χρόνοι δεν κάνουν εκλογές· έχουν, βλέπετε, το δικό τους τρόπο να βγάζουν αρχηγό!
Ακούστε, λοιπόν: Μαζεύονται σ’ ένα μεγάλο πύργο και περιμένουν να ’ρθει ο τελευταίος, αυτός που φεύγει εκείνη τη χρονιά, και μετά κόβουν την πίτα τους.
Είναι πολύ σπουδαίο αυτό το κόψιμο της πίτας, γιατί τότε γίνεται κάτι πολύ ασυνήθιστο για μας: Όποιος βρει το φλουρί που είναι κρυμμένο στην πρωτοχρονιάτικη πίτα, γίνεται αρχηγός των γερο-χρόνων. Γιατί οι γερο-χρόνοι δεν κάνουν εκλογές· έχουν, βλέπετε, το δικό τους τρόπο να βγάζουν αρχηγό!
Μια πρωτοχρονιά, λοιπόν, όλοι οι γερο-χρόνοι είχαν
μαζευτεί και περίμεναν το συνάδελφό τους, που τελείωνε η βάρδια του εκείνη τη
νύχτα, να έρθει, να κόψουν την πίτα, να βγάλουν αρχηγό, να ξενοιάσουν για ένα
χρόνο. Πέρασε η ώρα και ήρθε κι ο
τελευταίος γερο-χρόνος, κατάκοπος, ξεφυσώντας, μα και πολύ θλιμμένος.
– Τι
συμβαίνει; τον ρώταγαν όλοι, γύρω του μαζεμένοι.
Ήταν
δύσκολη η διαδρομή; Έγινε κανένα επεισόδιο; Τι ήταν αυτό που σε στενοχώρησε
τόσο;
Αγκομαχώντας ο γερο-χρόνος σωριάστηκε στον καναπέ
που τον περίμενε και άρχισε να τους λέει:
― Φίλοι μου, έχω δυσάρεστα νέα να σας πω. Φεύγοντας από τη Γη, καθώς
τελείωνε η βάρδια μου, γύρισα πίσω μου να δω πώς ήταν ο κόσμος που άφηνα,
γιατί, όπως ξέρετε, δεν πρόκειται να τον ξαναδώ.
― Και τι
είδες;
― Τι
είδα... Άσχημα πράγματα, φίλοι μου, πολύ άσχημα. Είδα τη Γη γεμάτη πολέμους και δυστυχίες, από τη
μια μεριά, και γλέντια και χαρές, από την άλλη. Πώς γίνεται οι μισοί άνθρωποι
να είναι πονεμένοι και φτωχοί και οι άλλοι μισοί να χαίρονται και να είναι
ευτυχισμένοι, δεν το καταλαβαίνω. Δε νομίζετε ότι κάτι πρέπει να κάνουμε κι
εμείς, για να διορθώσουμε αυτή την κατάσταση;
― Σαν τί;
― Αυτό
σας ρωτάω κι εγώ. Τι; Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση.
Η σύσκεψη κράτησε πολλές ώρες. Ο καινούριος χρόνος
είχε ήδη εγκατασταθεί στη θέση του, αλλά οι γερο-χρόνοι δεν το είχαν πάρει
είδηση. Ξέχασαν ακόμα και την πίτα και το φλουρί της. Έλεγαν και φώναζαν και
διαφωνούσαν, ώσπου κατέληξαν: Φλουριά, τέλος. Από εκείνη τη χρονιά, αρχηγός των γερο-χρόνων θα
ήταν όποιος θα κατόρθωνε, στη βάρδια του, να μην υπάρχει δυστυχία και πόλεμος
στη Γη. Να μην υπάρχουν παιδιά λυπημένα και πεινασμένα,
να ζουν όλοι αγαπημένοι. Από κείνη τη
χρονιά, οι γερο-χρόνοι δεν κόβουν πίτα, ούτε βρίσκουν φλουρί, μα ούτε κι έχουν
αρχηγό. Αγωνίζονται και προσπαθούν όλο το χρόνο, αλλά ακόμη δεν
έχουν καταφέρει να κάνουν τη Γη ευτυχισμένη.
Και σας ρωτάω, τώρα, εγώ: Μήπως πρέπει να βοηθήσουμε κι εμείς λίγο τους
χρόνους;
Κείμενο-Εικονογράφηση: Ελένη Τσαλίκη ©
Από τη συλλογή Κάθε μέρα, κάθε μήνα, μια ολόκληρη χρονιά
No comments:
Post a Comment