Το πενηντάρικο
Ο μικρός Γιαννάκης κρύωνε έτσι όπως καθόταν μέσα στο χιόνι
στην αυλή του σπιτιού του. Ο Γιαννάκης δεν φορούσε ζεστές μπότες –
ούτε του άρεσαν αλλά ούτε και είχε μπότες να φορέσει. Τα λεπτά
πάνινα αθλητικά του παπούτσια είχαν μερικές τρύπες και δεν κατάφερναν να
κρατούν το κρύο μακριά από τα ποδαράκια του. Ο Γιαννάκης βρισκόταν
στην ίδια θέση εδώ και περίπου μία ώρα κι όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε,
δεν κατάφερνε να βρει καμία καλή ιδέα για το τι δώρο να κάνει στη μητέρα
του για τα Χριστούγεννα. Κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση
καθώς κατέληξε και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα: «τι παιδεύομαι;
Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν μου έρθει μία καλή ιδέα, δεν έχω καθόλου
χρήματα».
Από τότε που πέθανε ο πατέρας του πριν από τρία χρόνια, η
πενταμελής οικογένεια δυσκολευόταν πολύ να τα φέρει βόλτα. Δεν
ήταν επειδή η μητέρα του δεν προσπαθούσε αρκετά ή δεν ενδιαφερόταν αλλά
ποτέ δεν φαινόταν να υπάρχουν αρκετά χρήματα. Δούλευε βραδινές
βάρδιες στο νοσοκομείο της περιοχής αλλά ο μικρός της μισθός δεν
μπορούσε να καλύψει τίποτα παραπάνω. Όμως όλα όσα τους έλειπαν σε
χρήματα και υλικά αγαθά, περίσσευαν σε αποθέματα αγάπης και ενότητας
στην οικογένεια. Ο Γιαννάκης είχε δύο μεγαλύτερες και μία
μικρότερη αδελφή, οι οποίες φρόντιζαν το νοικοκυριό όσο έλειπε η μητέρα
τους. Και οι τρεις αδελφές του είχαν ήδη φτιάξει πανέμορφα δώρα
για τη μητέρα τους. Δεν ήταν δίκαιο. Ήταν ήδη Παραμονή των
Χριστουγέννων και αυτός δεν είχε τίποτα να της χαρίσει.
Ο ήχος της πόρτας που έκλεινε καθώς έφευγε και ο τελευταίος πελάτης, επανέφερε τον Γιαννάκη στην πραγματικότητα. Μόνος του πια μέσα στο κατάστημα, ο Γιαννάκης άρχισε να νιώθει μόνος και φοβισμένος.
Με αργές κινήσεις ο Γιαννάκης σήκωσε το χέρι του για να δώσει στον ανθοπώλη το πενηντάρικο. Μα μπορούσε αυτό να συμβαίνει στα αλήθεια; Κανείς άλλος δεν του έδινε τίποτα για μόνο πενήντα δραχμές!
Βλέποντας τον μικρούλη διστακτικό, ο ανθοπώλης είπε «Έτυχε σήμερα να έχω κάποια προσφορά με 50 δραχμές για δώδεκα τριαντάφυλλα. Θα τα ήθελες;» Αυτή τη φορά ο Γιαννάκης δεν δίστασε και όταν ο ανθοπώλης ακούμπησε το άσπρο κουτί στα χέρια του, πίστεψε ότι ήταν αλήθεια. Βγαίνοντας από την πόρτα που ο ανθοπώλης του κρατούσε ανοιχτή, τον άκουσε να λέει «Χαρούμενα Χριστούγεννα, μικρέ».
Καθώς ο ανθοπώλης έκλεισε την πόρτα και γύρισε στον πάγκο του, εμφανίστηκε
η γυναίκα του. «Με ποιόν μιλούσες τόση ώρα; Και πού είναι τα
τριαντάφυλλα που ετοίμαζες;»
Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο και σκουπίζοντας κρυφά τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν από τα μάτια του, ο ανθοπώλης της απάντησε «Το πρωί μου συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Καθώς ετοιμαζόμουν να ανοίξω το κατάστημα νόμισα ότι άκουσα μία φωνή να μου λέει να κρατήσω δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου για ένα πολύ ειδικό δώρο. Εκείνη τη στιγμή πίστεψα ότι τρελάθηκα αλλά έτσι κι αλλιώς τα κράτησα στην άκρη». Τώρα, πριν από λίγα μόλις λεπτά, μπήκε στο ανθοπωλείο ένα μικρό αγοράκι που ήθελε να αγοράσει ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο για τη μητέρα του με μόλις ένα πενηντάρικο.
«Όταν κοίταξα αυτό το παιδάκι, είδα τον εαυτό μου, όπως ήμουν πριν από πολλά χρόνια. Ήμουν κι εγώ ένα φτωχό αγόρι και δεν είχα τίποτα για να αγοράσω Χριστουγεννιάτικο δώρο στη δική μου μητέρα. Ένας άνδρας με γενειάδα, που δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ, με σταμάτησε στο δρόμο και μου είπε ότι ήθελε να μου δώσει ένα χιλιάρικο. «Όταν είδα αυτό το μικρό αγόρι απόψε, ήξερα ποια ήταν αυτή η φωνή που άκουσα και έτσι του έδωσα δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου».
Ο ανθοπώλης και η γυναίκα του αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έτσι αγκαλιασμένοι βγήκαν στον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα . . . οι καρδιές τους όμως ήταν τόσο ζεστές που δεν ένιωθαν καθόλου το κρύο.
Μακάρι αυτή η ιστορία να ξυπνήσει το πνεύμα των Χριστουγέννων και σε σας και να κάνετε κι εσείς τέτοιες πράξεις καλοσύνης. Νά έχετε καλές καί χαρούμενες γιορτές
Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο και σκουπίζοντας κρυφά τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν από τα μάτια του, ο ανθοπώλης της απάντησε «Το πρωί μου συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Καθώς ετοιμαζόμουν να ανοίξω το κατάστημα νόμισα ότι άκουσα μία φωνή να μου λέει να κρατήσω δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου για ένα πολύ ειδικό δώρο. Εκείνη τη στιγμή πίστεψα ότι τρελάθηκα αλλά έτσι κι αλλιώς τα κράτησα στην άκρη». Τώρα, πριν από λίγα μόλις λεπτά, μπήκε στο ανθοπωλείο ένα μικρό αγοράκι που ήθελε να αγοράσει ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο για τη μητέρα του με μόλις ένα πενηντάρικο.
«Όταν κοίταξα αυτό το παιδάκι, είδα τον εαυτό μου, όπως ήμουν πριν από πολλά χρόνια. Ήμουν κι εγώ ένα φτωχό αγόρι και δεν είχα τίποτα για να αγοράσω Χριστουγεννιάτικο δώρο στη δική μου μητέρα. Ένας άνδρας με γενειάδα, που δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ, με σταμάτησε στο δρόμο και μου είπε ότι ήθελε να μου δώσει ένα χιλιάρικο. «Όταν είδα αυτό το μικρό αγόρι απόψε, ήξερα ποια ήταν αυτή η φωνή που άκουσα και έτσι του έδωσα δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου».
Ο ανθοπώλης και η γυναίκα του αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έτσι αγκαλιασμένοι βγήκαν στον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα . . . οι καρδιές τους όμως ήταν τόσο ζεστές που δεν ένιωθαν καθόλου το κρύο.
Μακάρι αυτή η ιστορία να ξυπνήσει το πνεύμα των Χριστουγέννων και σε σας και να κάνετε κι εσείς τέτοιες πράξεις καλοσύνης. Νά έχετε καλές καί χαρούμενες γιορτές
Φιλοξενία: Το
Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment