Γκαίτε
Πιστεύω πως ένα από τα πιο γνωστά κι αγαπημένα φθινοπωρινά… τραγούδια είναι το περίφημο «Les feuilles mortes» («Τα νεκρά φύλλα»), με μουσική του Joseph Kosma, στίχους του σπουδαίου Γάλλου ποιητή Jacques Prévert, και ερμηνευτή τον αλησμόνητο Yves Montand.
Oh, je voudrais tant que tu te souviennes
Des jours heureux où nous étions amis.
En ce temps - là la vie était plus belle
Et le soleil plus brûlant qu’ aujourd’ hui.
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle,
Tu vois, je n’ ai pas oublié,
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle,
Les souvenirs et les regrets aussi.
Oh, je voudrais tant que tu te souviennes
Des jours heureux où nous étions amis.
En ce temps - là la vie était plus belle
Et le soleil plus brûlant qu’ aujourd’ hui.
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle,
Tu vois, je n’ ai pas oublié,
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle,
Les souvenirs et les regrets aussi.
Et le vent du nord les emporte
Dans la nuit froide de l’ oubli.
Tu vois, je n’ ai pas oublié
La chanson que tu me chantais.
C’ est une chanson qui nous ressemble,
Toi, tu m’ aimais et je t’ aimais,
Et nous vivions tous les deux ensemble,
Toi qui m’ aimais, moi qui t’ aimais.
Mais la vie sépare ceux qui s’ aiment
Tout doucement, sans faire de bruit
Et la mer efface sur le sable
les pas des amants désunis…
Ω, θα ’θελα τόσο πολύ να θυμάσαι
τις ευτυχισμένες μέρες που ήμασταν φίλοι.
Εκείνο τον καιρό η ζωή ήταν πιο όμορφη
κι ο ήλιος πιο καυτός από σήμερα.
Τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
βλέπεις, δεν ξέχασα,
τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
κι οι αναμνήσεις κι οι λύπες επίσης.
Κι ο Βοριάς τα παρασύρει
μέσα στην παγωμένη νύχτα της λήθης.
Κι ο Βοριάς τα παρασύρει
μέσα στην παγωμένη νύχτα της λήθης.
Βλέπεις, δεν ξέχασα
το τραγούδι που μου τραγουδούσες.
Είναι ένα τραγούδι που μας μοιάζει,
Είναι ένα τραγούδι που μας μοιάζει,
εσύ μ’ αγαπούσες κι εγώ σ’ αγαπούσα,
και ζούσαμε μαζί οι δυο μας,
εσύ που μ’ αγαπούσες, εγώ που σ’ αγαπούσα.
Αλλά η ζωή χωρίζει αυτούς που αγαπιούνται,
Αλλά η ζωή χωρίζει αυτούς που αγαπιούνται,
τόσο γλυκά, δίχως να κάνει θόρυβο,
και η θάλασσα σβήνει πάνω στην άμμο
τα βήματα των εραστών που χώρισαν…
«Φθινοπώριασε» είναι ο τίτλος ενός πραγματικά θαυμάσιου ποιήματος του μεγάλου Γάλλου ποιητή Arthur Rimbaud. Η απαγγελία της σύνθεσης από τον Γιώργο Κιμούλη είναι κυριολεκτικά συγκλονιστική…
Ο περίφημος λυρικός ποιητής μας Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932), εμπνευσμένος από την εποχή του φθινοπώρου στη θάλασσα, έγραψε το υπέροχο ποίημα «Θαλασσινό φθινόπωρο», το οποίο μελοποίησε ο Μιχάλης Τερζής, και ερμήνευσε θαυμάσια ο Κώστας Καράλης.
Θαλασσινό φθινόπωρο
«Φθινοπώριασε» είναι ο τίτλος ενός πραγματικά θαυμάσιου ποιήματος του μεγάλου Γάλλου ποιητή Arthur Rimbaud. Η απαγγελία της σύνθεσης από τον Γιώργο Κιμούλη είναι κυριολεκτικά συγκλονιστική…
Ο περίφημος λυρικός ποιητής μας Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932), εμπνευσμένος από την εποχή του φθινοπώρου στη θάλασσα, έγραψε το υπέροχο ποίημα «Θαλασσινό φθινόπωρο», το οποίο μελοποίησε ο Μιχάλης Τερζής, και ερμήνευσε θαυμάσια ο Κώστας Καράλης.
Θαλασσινό φθινόπωρο
στον πάτο έχει σκεπάσει
τις αστραπές των κογχυλιών
και των φυκιών τα δάση.
Και μια θολούρα αδιάκοπη
Και μια θολούρα αδιάκοπη
ποιος ξέρει που ’χει πάρει
τις αστραπές των κογχυλιών
και των φυκιών το σμάρι.
Σαν κάστρα που ρημάξανε
Σαν κάστρα που ρημάξανε
τα βράχια στο Λιμάνι
μόνο της μπόρας έμειναν
οι γλάροι καπετάνιοι.
Κι η χειμωνιάτικη νυχτιά
Κι η χειμωνιάτικη νυχτιά
μονάχα αυτή το ρίχτει
στην κυματούσα θάλασσα
το σκοτεινό της δίχτυ.
Στην Ενότητα Β της Συλλογής «Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου» του Τάσου Λειβαδίτη ανήκει ένα θαυμάσιο ποίημα, με τίτλο «Φθινόπωρο».
Ονειρεύομαι ένα άγαλμα να κλαίει μες στην ομίχλη,
έναν φυλακισμένο να τραγουδά,
μια γυναίκα να μην κλέβει τα χρόνια της,
ένα παιδί που να μη ρωτά.
Το φθινόπωρο θα μαζέψω όλα τα φύλλα στην πόρτα μου
να γείρει η χαμένη ζωή μου.
Στην Ενότητα Γ της ίδιας Συλλογής Τάσου Λειβαδίτη ανήκει και το πανέμορφο ποίημα «Φθινοπωρινό σούρουπο».
Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε
Στην Ενότητα Γ της ίδιας Συλλογής Τάσου Λειβαδίτη ανήκει και το πανέμορφο ποίημα «Φθινοπωρινό σούρουπο».
Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε
όλο και πιο πολύ το φως
σα να τέλειωνε για πάντα ο κόσμος.
Και ο Νίκος Γκάτσος, εμπνευσμένος κι αυτός από τη μελαγχολία του φθινοπώρου, έγραψε το ποίημα «Δάκρυα του φθινοπώρου», το οποίο μελοποίησε ο Σταύρος Ξαρχάκος, και ερμήνευσε υπέροχα η Δήμητρα Γαλάνη.
Και ο Νίκος Γκάτσος, εμπνευσμένος κι αυτός από τη μελαγχολία του φθινοπώρου, έγραψε το ποίημα «Δάκρυα του φθινοπώρου», το οποίο μελοποίησε ο Σταύρος Ξαρχάκος, και ερμήνευσε υπέροχα η Δήμητρα Γαλάνη.
Αργά
χθες τη νύχτα, μετά τα μεσάνυχτα, βγήκα στη βεράντα. Ύψωσα το βλέμμα
μου στον ουρανό κι αντίκρυσα το φεγγάρι. Ήταν γερμένο, μισόγιομο, κι
απέπνεε θλίψη και παράπονο. Το φως του θαμπό, λιγοστό, μελαγχολικό. «Το
φθινοπωρινό φεγγάρι» σκέφθηκα… «Το φεγγάρι του Σεπτέμβρη… Πόσο
αλλιώτικο από την αυγουστιάτικη πανσέληνο…».
Η δροσιά της υποβλητικής, φθινοπωρινής νύχτας, που είχε τυλίξει το κορμί μου, μεταμορφώθηκε σε μιαν ανεξήγητη μελαγχολία, που κατέκλυσε την ψυχή μου… Μπήκα μέσα κι έκλεισα τη μπαλκονόπορτα. Κι αμέσως, θυμήθηκα εκείνο το γνωστό κι αγαπημένο ποίημα του Νίκου Γκάτσου, το «Απόψε φθινοπώριασε», μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζιδάκι, και ερμηνευμένο από τον Μανώλη Μητσιά… Το σιγοτραγούδησα κι αποκοιμήθηκα, επαναλαμβάνοντας –ξανά και ξανά– τους στίχους:
Η δροσιά της υποβλητικής, φθινοπωρινής νύχτας, που είχε τυλίξει το κορμί μου, μεταμορφώθηκε σε μιαν ανεξήγητη μελαγχολία, που κατέκλυσε την ψυχή μου… Μπήκα μέσα κι έκλεισα τη μπαλκονόπορτα. Κι αμέσως, θυμήθηκα εκείνο το γνωστό κι αγαπημένο ποίημα του Νίκου Γκάτσου, το «Απόψε φθινοπώριασε», μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζιδάκι, και ερμηνευμένο από τον Μανώλη Μητσιά… Το σιγοτραγούδησα κι αποκοιμήθηκα, επαναλαμβάνοντας –ξανά και ξανά– τους στίχους:
Απόψε φθινοπώριασε
και τ’ όνειρο ξεθώριασε.
Καρδιά μου, κάνε υπομονή,
κι ο ήλιος θα ξαναφανεί…
Εύχομαι από καρδιάς σε όλους ένα πανέμορφο Φθινόπωρο…
Εύχομαι από καρδιάς σε όλους ένα πανέμορφο Φθινόπωρο…
Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου
Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια
palmografos
ΟΤΑΝ ΗΡΘΕΣ
Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια
palmografos
ΟΤΑΝ ΗΡΘΕΣ
Εσβήναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι
στον κήπον όταν ήρθες. Εγελούσες
γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.
Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.
Πόθος
Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...
Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!
Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ:
«ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ»
Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.
Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.
Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ:
«Φθινόπωρο»
Τί γυρεύει το κορίτσι στο σκοτάδι της καρέκλας;
Γρήγορα καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
γδύνεται με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με τη βροχή μες στο κεφάλι με τη βελόνα στην καρδιά
βγάζει τις κάλτσες βγάζει τα λουλούδια πετάει το φωτοστέφανο
έξω τα φύλλα του καιρού βάφονται μες στο αίμα
Jacques Prévert:
«Τα νεκρά φύλλα»
Ω, θα ’θελα τόσο πολύ να θυμάσαι
τις ευτυχισμένες μέρες που ήμασταν φίλοι.
Εκείνο τον καιρό η ζωή ήταν πιο όμορφη
κι ο ήλιος πιο καυτός από σήμερα.
Τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
βλέπεις, δεν ξέχασα,
τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
κι οι αναμνήσεις κι οι λύπες επίσης.
Κι ο Βοριάς τα παρασύρει
μέσα στην παγωμένη νύχτα της λήθης.
Βλέπεις, δεν ξέχασα
το τραγούδι που μου τραγουδούσες.
Είναι ένα τραγούδι που μας μοιάζει,
εσύ μ’ αγαπούσες κι εγώ σ’ αγαπούσα,
και ζούσαμε μαζί οι δυο μας,
εσύ που μ’ αγαπούσες, εγώ που σ’ αγαπούσα.
Αλλά η ζωή χωρίζει αυτούς που αγαπιούνται,
τόσο γλυκά, δίχως να κάνει θόρυβο,
και η θάλασσα σβήνει πάνω στην άμμο
τα βήματα των εραστών που χώρισαν…
ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΧΑΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
από την ανθολογία: Χάικου, μτφ. Χρήστος Καφτεράνης-Ηλίας Γκούμας, εκδ. μάτι 2002
Φθινοπωρινό σούρουπο
στο γυμνό κλαδί
ένα κοράκι
Ατέλειωτη νύχτα
ο θόρυβος του νερού
διηγείται αυτά που σκέφτομαι
Ποτάμια ομίχλη
σπρώχνοντας το άλογο στο νερό
ο υδάτινος ήχος
Πεζοπόρος στη φθινοπωρινή πεδιάδα
πίσω μου
έρχεται κάποιος
Το βουνό σκοτεινιάζει
με την εκθαμβωτική πορφύρα
των φθινοπωρινών φύλλων
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ
στον κήπον όταν ήρθες. Εγελούσες
γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.
Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.
Κώστας Καρυωτάκης
Δημοσιεύτηκε στον «Νουμά» (650), 21 Σεπτεμβρίου 1919 Πόθος
Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...
Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!
Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ:
«ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ»
Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.
Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.
Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ:
«Φθινόπωρο»
Τί γυρεύει το κορίτσι στο σκοτάδι της καρέκλας;
Γρήγορα καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
γδύνεται με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με τη βροχή μες στο κεφάλι με τη βελόνα στην καρδιά
βγάζει τις κάλτσες βγάζει τα λουλούδια πετάει το φωτοστέφανο
έξω τα φύλλα του καιρού βάφονται μες στο αίμα
Jacques Prévert:
«Τα νεκρά φύλλα»
Ω, θα ’θελα τόσο πολύ να θυμάσαι
τις ευτυχισμένες μέρες που ήμασταν φίλοι.
Εκείνο τον καιρό η ζωή ήταν πιο όμορφη
κι ο ήλιος πιο καυτός από σήμερα.
Τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
βλέπεις, δεν ξέχασα,
τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
κι οι αναμνήσεις κι οι λύπες επίσης.
Κι ο Βοριάς τα παρασύρει
μέσα στην παγωμένη νύχτα της λήθης.
Βλέπεις, δεν ξέχασα
το τραγούδι που μου τραγουδούσες.
Είναι ένα τραγούδι που μας μοιάζει,
εσύ μ’ αγαπούσες κι εγώ σ’ αγαπούσα,
και ζούσαμε μαζί οι δυο μας,
εσύ που μ’ αγαπούσες, εγώ που σ’ αγαπούσα.
Αλλά η ζωή χωρίζει αυτούς που αγαπιούνται,
τόσο γλυκά, δίχως να κάνει θόρυβο,
και η θάλασσα σβήνει πάνω στην άμμο
τα βήματα των εραστών που χώρισαν…
ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΧΑΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
από την ανθολογία: Χάικου, μτφ. Χρήστος Καφτεράνης-Ηλίας Γκούμας, εκδ. μάτι 2002
Φθινοπωρινό σούρουπο
στο γυμνό κλαδί
ένα κοράκι
Ατέλειωτη νύχτα
ο θόρυβος του νερού
διηγείται αυτά που σκέφτομαι
Ποτάμια ομίχλη
σπρώχνοντας το άλογο στο νερό
ο υδάτινος ήχος
Πεζοπόρος στη φθινοπωρινή πεδιάδα
πίσω μου
έρχεται κάποιος
Το βουνό σκοτεινιάζει
με την εκθαμβωτική πορφύρα
των φθινοπωρινών φύλλων
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ
No comments:
Post a Comment