Σ’ αυτό το μεταξύ γίνηκε πόλεμος κι ο βασιλιάς έφυγε πολύ μακριά. Τότε η κακιά μητριά, που εχθρευόταν τα παιδιά, άλειψε την κόρη με πίσσα και την έδιωξε απ’ το παλάτι.
Η βασιλοπούλα περπατούσε περπατούσε κι ηύρε ένα ποταμάκι με κρουσταλλένιο νερό. Νίφτηκε εκεί, βγήκαν οι πίσσες και γίνηκε πιο όμορφη απ’ ό,τι ήταν πριν. Ξαναπήρε το δρόμο η καημένη και περπατούσε μέρα νύχτα.
Καμιά φορά βρίσκει ένα γέρο, που βοσκούσε τ’ αρνιά του και του λέει:
– Μπάρμπα, καλέ μου γέροντα, δε με παίρνεις μαζί σου για ένα κομμάτι ψωμί; Eίμαι μόνη στον κόσμο κι ορφανή.
– Μετά χαράς, κόρη μου, σε παίρνω. Ό,τι τρώγω εγώ, θα τρως κι εσύ.
Κι έτσι, η βασιλοπούλα ζούσε μέσα στου γέροντα το καλύβι. Μια μέρα της λέει ο γέρος:
– Εδώ κοντά, κόρη μου, κάθε βράδυ γίνεται ένα παράξενο πράμα, κοντά στο ποτάμι. Δώδεκα πουλιά κατεβαίνουν στη γη και μόλις πατήσουν το ποδάρι τους στο χώμα, γίνονται άνθρωποι –ω Θεέ μου, τα θαυμαστά σου!
Η κοπέλα, μόλις τ’ άκουσε, ταράχθηκε κι είπε με το νου της: «Τα δώδεκα πουλιά, χωρίς άλλο, θα είναι τ’ αδέρφια μου και θα τα μάγεψε, φαίνεται η μάγισσα, η διαβόλισσα». Είπε, λοιπόν, στο γέρο:
– Μπάρμπα, θα έρθω μαζί σου το βράδυ, για να ιδώ τα δώδεκα πουλιά.
Το βράδυ βγήκε όξω με το γέρο και μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, είδε δώδεκα πουλιά να κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό και να κράζουν λυπητερά.
Μόλις επάτησαν στη γη, αμέσως έγιναν άνθρωποι… Ήταν τ’ αδέρφια της βασιλοπούλας. Αυτή αμέσως τα εγνώρισε. Και τ’ αδέρφια της την εγνώρισαν. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν κι έκλαψαν πολύ. Δεν ήθελαν, όμως, να την αφήσουν σ’ αυτό το μέρος και την πήραν και πήγαν σ’ ένα παλιό μεγάλο σπίτι. Εκεί έμειναν όλη τη νύχτα και το πρωί ξαναγίνηκαν πουλιά και πέταξαν στον ουρανό.
Μια μέρα η κοπέλα βγήκε να μαζέψει χόρτα, να τα μαγειρέψει και να φάει το βράδυ με τ’ αδέρφια της, γιατί τ’ αδέρφια της, κάθε βράδυ πήγαιναν σ’ αυτό το παλιό σπίτι και κάθονταν όλη τη νύχτα με την αδερφή τους. Εκεί, λοιπόν, που μάζευε χορτάρια, ακούει μια φωνή:
– Iχ, ανθρώπου ψυχή δε φαίνεται. Κανείς δε λέει να με θυμηθεί.
Γυρίζει η βασιλοπούλα και βλέπει μια γριά που καθόταν σ’ ένα βράχο. Πάει κοντά και της λέει:
– Τι θέλεις, θεια; Βγήκες για χόρτα; Δώσ’ μου το καλάθι σου να το γεμίσω τρυφερά χόρτα.
Η γριά ευχαριστήθηκε με την καλή καρδιά της κοπέλας και της λέει:
– Κακομοίρα μου, κακομοίρα μου! Τι έχεις να τραβήξεις! Αλλά μη φοβάσαι, γιατί πέρα θε να βγεις.
Η κοπέλα παραξενεύτηκε, άμα άκουσε αυτά τα λόγια.
– Μην παραξενεύεσαι, καλή μου βασιλοπούλα, ....
.........
η συνέχεια του παραμυθιού εδώ: akrasakis
– Μετά χαράς, κόρη μου, σε παίρνω. Ό,τι τρώγω εγώ, θα τρως κι εσύ.
Κι έτσι, η βασιλοπούλα ζούσε μέσα στου γέροντα το καλύβι. Μια μέρα της λέει ο γέρος:
– Εδώ κοντά, κόρη μου, κάθε βράδυ γίνεται ένα παράξενο πράμα, κοντά στο ποτάμι. Δώδεκα πουλιά κατεβαίνουν στη γη και μόλις πατήσουν το ποδάρι τους στο χώμα, γίνονται άνθρωποι –ω Θεέ μου, τα θαυμαστά σου!
Η κοπέλα, μόλις τ’ άκουσε, ταράχθηκε κι είπε με το νου της: «Τα δώδεκα πουλιά, χωρίς άλλο, θα είναι τ’ αδέρφια μου και θα τα μάγεψε, φαίνεται η μάγισσα, η διαβόλισσα». Είπε, λοιπόν, στο γέρο:
– Μπάρμπα, θα έρθω μαζί σου το βράδυ, για να ιδώ τα δώδεκα πουλιά.
Το βράδυ βγήκε όξω με το γέρο και μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, είδε δώδεκα πουλιά να κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό και να κράζουν λυπητερά.
Μόλις επάτησαν στη γη, αμέσως έγιναν άνθρωποι… Ήταν τ’ αδέρφια της βασιλοπούλας. Αυτή αμέσως τα εγνώρισε. Και τ’ αδέρφια της την εγνώρισαν. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν κι έκλαψαν πολύ. Δεν ήθελαν, όμως, να την αφήσουν σ’ αυτό το μέρος και την πήραν και πήγαν σ’ ένα παλιό μεγάλο σπίτι. Εκεί έμειναν όλη τη νύχτα και το πρωί ξαναγίνηκαν πουλιά και πέταξαν στον ουρανό.
Μια μέρα η κοπέλα βγήκε να μαζέψει χόρτα, να τα μαγειρέψει και να φάει το βράδυ με τ’ αδέρφια της, γιατί τ’ αδέρφια της, κάθε βράδυ πήγαιναν σ’ αυτό το παλιό σπίτι και κάθονταν όλη τη νύχτα με την αδερφή τους. Εκεί, λοιπόν, που μάζευε χορτάρια, ακούει μια φωνή:
– Iχ, ανθρώπου ψυχή δε φαίνεται. Κανείς δε λέει να με θυμηθεί.
Γυρίζει η βασιλοπούλα και βλέπει μια γριά που καθόταν σ’ ένα βράχο. Πάει κοντά και της λέει:
– Τι θέλεις, θεια; Βγήκες για χόρτα; Δώσ’ μου το καλάθι σου να το γεμίσω τρυφερά χόρτα.
Η γριά ευχαριστήθηκε με την καλή καρδιά της κοπέλας και της λέει:
– Κακομοίρα μου, κακομοίρα μου! Τι έχεις να τραβήξεις! Αλλά μη φοβάσαι, γιατί πέρα θε να βγεις.
Η κοπέλα παραξενεύτηκε, άμα άκουσε αυτά τα λόγια.
– Μην παραξενεύεσαι, καλή μου βασιλοπούλα, ....
.........
η συνέχεια του παραμυθιού εδώ: akrasakis
No comments:
Post a Comment