Δασκάλα κατηγορείται από τους γονείς ότι προέτρεψε τους μαθητές της 4ης δημοτικού να χαστουκίσουν τον συμμαθητή τους.
Πιο συγκεκριμένα, ο 9χρονος φέρεται κατά τη διάρκεια του μαθήματος να προσποιήθηκε ότι οδηγούσε αυτοκίνητο, με τη δασκάλα να ενοχλείται και να λέει στους συμμαθητές του, «σηκωθείτε και ρίξτε του φάπες να σταματήσει».
Κάποια παιδιά σηκώθηκαν και άρχισαν να χτυπούν τον συμμαθητή τους, ο οποίος φέρεται να είπε στους γονείς του, «σώθηκα όταν χτύπησε το κουδούνι».
περισσότερα εδώ
Μαθητική Ανάμνησις. Τω κ. Αριστείδη Ν. Κυριακώ.
(απόσπασμα)
......
Έξαφνα ο Μήτσος, θαρρώντας πώς ό δάσκαλος βλέπει τά σύννεφα, έβγαλε άπ ’ τήν τσέπη του ένα μεγάλο κόκκινο τραντάφυλλο, καί μέ λαχτάρα άληθινή τώρριξε στο μέρος τών κοριτσιών, επάνω στο βιβλίο τής Λεϊμονιάς, τής κόρης του Παπά.
Ήτον χαιρετισμός τής νιότης καί τής εξυπνάδας ’ς τήν εμμορφιά. Ήτον σπίθα που πετιέται άπ’άναμμένο κάρβουνο. Ήτον το φίλημα που στέλνει το πρωί ο Ηλιος στή Γή. Ήτον του Έρωτα το πρώτο γλυκοχάραμμα.
Σέ μιά στιγμή κι’ ο δάσκαλος έστράφη. Άγριος καί φοβερός επήρε το τραντάφυλλο, προτού ή κόρη νά το καλοιδή. Κοκκινησε αύτή σάν το τραντάφυλλο καί πλιότερο άπ ’ τή διπλή ντροπή κι άπ το φόβο της. Τά μάτια δέν σηκώνει να ίδή τριγύρω της καί ή καρδιά της τρέμει σάν ψάρι στά χέρια του ψαρά.
— Μαρτύρα, Λεϊμονιά, ποιός τώρριξε! είπε μέ άγρια φωνή ο δάσκαλος σηκώνοντας ψηλά το τριαντάφυλλο, το φοβερό σημάδι του φταιξίματος. Μαρτύρα, ειδεμή …. είπε κι εχτύπησε τή φτέρνα του.
— Ο Μήτσος Καλογριάς . . . μουρμούριξε μέσα στά χείλη της.
Ηταν γλυκειά η φωνή της σάν τ’ αεράκι τ’ ’Απριλίου, σαν το νεράκι τ’αυλακιού, μά τή στιγμή εκείνη μαχαίρι έγινε κοφτερό για την καρδιά του Μήτσου.
— Μήτσος Καλογριάς! εφώναξε κι ’ ό δάσκαλος, όπως φωνάζει ό κλητήρας τον κατηγορούμενο.
Ο Μήτσος κατακίτρινος επαρουσιάσθηκε .
— Τι προτιμάς, του λέγει ο δάσκαλος, μουτζούρωμα καί φτύσιμο ή βελόνι καί βέργα ;
Όλα τά κορμάκια ανατρίχιασαν. Η Λεϊμονιά σάν κάτι ήθελε νά πή, μά ή φωνή της πνίγονταν μέσα στο λαιμό. Αίσθάνθηκε την προσβολή, που τής έγινε με το τραντάφυλλο, μά δεν βαστούσε καί νά ιδή τά βάσανα πούθελε πάθει εξ αίτιας της ο νέος ο καλός. Μετάνοιωσε που τον πρόδωκε.
Ηθελε νά πάη κοντά στο δάσκαλο, νά γονατίση μπρος του, νά του φιλήση τό χέρι του καί νά του πή : «Συχώρεσε τον, δάσκαλε, πρώτη φορά για χάρι μου…»
Μά ό κόσμος θά λεγε πώς δεν θά ήτον φρόνιμη καί τίμια… Καί ό Παπάς κι η μάννα της τι θάλεγαν, σάν μάθαιναν πώς στο σκολειό τ’ άγόρια της ρίχνουν τραντάφυλλα ; Καί τάλλα τά κορίτσια καί τά παιδιά τί θάλεγαν, αν πρώτη αυτή δεν έδειχνε τό θυμό της γιά κείνον πού τήν πρόσβαλε ;…
Κι’ έτσι στην ήλικία τών δεκατέσσερω χρονών έπάλαιψαν στην καρδιά της τά δυο αισθήματα, η αγάπη καί η τιμή, καί μιά στιγμή ενίκησε τό δεύτερο. Νά μιλήση θέλησε’ μά ή φωνή της χάθηκε. Να βαδίση θέλησε’ τά πόδια δεν κινήθηκαν. Καί μόνο τό στήθος της τό τρυφερό χτυπούσε δυνατα.
Όλοι περίμεναν του Μήτσου τήν απόκρισι, καί λέγαν πώς θά προτιμήση τό φτύσιμο καί τό μουντζούρωμα, τά ελαφρότερα, παρά τό φοβερό βελόνι καί τό δάρσιμο ! Τί είναι ένα μουντζούρωμα καί λίγο σάλιο στο πρόσωπος; στο δρόμο σάν περνά, στή βρύση, πλύνεται… Τά άλλα εινε φοβερά… Ρώτημα άλλο δεν χρειάζονταν. Τό φταίξιμό του ήτον φανερό κι’ άπ’ τά χειρότερα’ έπρεπε νά πάθη τά σκληρότερα. Γι αυτό κι ο δάσκαλος του είπε νά διαλέξη μόνος του. Πλιότερο πονεί η μαχαιριά, όταν την παίρνης άπ’ το χέρι σου.Τέλος ο Μήτσος μίλησε :
— Ας είναι το βελόνι κι ή βέργα, δάσκαλε…
Φόβος και τρόμος έπιασε τον μικρόκοσμο’ κορίτσια κι’ αγόρια δάγκωσαν τά χείλια κι έκυττάχθηκαν. Τής Λεϊμονιάς μας η καρδούλα σπαράχτηκε.
— Ά, όχι! του είπε ό δάσκαλος. Αυτά σ’ αρέσουν’ για σένα είναι τίποτα. Το φτύσιμο σου πρέπει καί το μουντζούρωμα, νά μάθης κακορίζικε, πώς φέρνονται οι άνθρωποι… Καί θά σε μουντζουρώση η ίδια με τά χέρια της… καί θά σε φτύση, αθεόφοβε…
Επήρε το καλαμάρι του κι εκάλεσε τη Λεϊμονιά μπροστά στο Μήτσο, καί τήν πρόσταξε νά μουντζουρώση μέ τή μελάνη τά μούτρα του. Εκείνη με τά μάτια χαμηλά, δεν άπλωνε τα χέρια της, παρά στεκώνταν σάν στύλος από μάρμαρο.
— Εμπρός ! τής είπε δ δάσκαλος κι’ έπιασε το χέρι της. Έβούτηξε στή μελάνη το δάχτυλό της καί το μελάνωσε’ κι’ έτσι κρατώντας το μαύρο δάχτυλο, ζωγράφισε μαύρους σταυρούς στου Μήτσου το γλέφαρο, στή μύτη, στο σαγόνι, στα μάγουλα.
Της Λεϊμονιάς το χέρι έτρεμε. Λές κι’ ακουμπούσε σε καμμένο σίδερο. Εστάθηκε μπροστά του ακίνητη. Μιά στεναχώρια τήν έπνιγε. Μάτια δεν βλέπεις’ μόνον ματόκλαδα. Ποιος απ’ τούς δυό τους έπασχε πλειότερο ;
Σάν τέλειωσε το μουντζούρωμα, ο δάσκαλος πρώτος εδωκε το παράδειγμα, καί μ’ ένα σάλιο δυνατό τον έφτυσε στο πρόσωπο. Περάσαν κι’ ολα τά παιδιά καί τά κορίτσια καί τον έφτυσαν, άλλα στο στήθος, κι’ άλλα στά μαλλιά, καί μερικά στά ματια καί στο στόμα καί στά μάγουλα. Το σάλιο κι’ ή μελάνη ανακατώθηκαν, καί μια μουντζούρα εγίνηκε το γελαστό του πρόσωπο. Κάθε φτυσιά στο πρόσωπο του Μήτσου, χτυπούσε στήν καρδιά τής Λεϊμονιάς ωσάν μολύβι αναλυτό.
— Σειρά σου τώρα, τής είπε ο δάσκαλος. Να ίδώ τι φτύσιμό θά τον κάνης εσύ, άλλη φορά νά μή σου ρίχνη τραντάφυλλα …
Τί στέκεσαι; ’Εμπρός ! Φτύσε τον γλήγορα ! Άνοιξε το στόμα σου και φτύσε τον… Αν δεν τον φτύσης, θά σέ βάλω δίπλα του καί θά διατάξω νά φτύση εσένα όλο το σκολειό ! . . .
Πράμμα ανέλπιστο, πράμμα που δέν μπορούσε νά φανταστή ο σκληρός ο δάσκαλος. Η Λεϊμονιά, μέ δάκρυα σάν αυλακάκια στά μάγουλα, προχώρησε δυο βήματα, και μ’ ένα κίνημα, στο πλάϊ του Μήτσου στάθηκε. Καλλίτερα τό φτύσιμο, παρά νά ρίξη τό σάλιο της στο πρόσωπο εκείνου, που της έρριξε μ’ ένα τραντάφυλλο την καρδούλα του.
— Φτού σου! θέλησε νά τή φτύση ό δάσκαλος, μά τό σάλιο χάθηκε στο στόμα του. Τά δάκρυα της τον πάγωσαν. Του φάνηκε σάν άγιο μυστήριο. Ο νους του ζαλίστηκε. Σάν τό κερί μπρος στή φωτιά, η πέτρινη καρδιά του μαλάκωσε. Δέν μπόρεσε νά κρατηθή πλειότερο. Μιά ταραχή μεγάλη αίσθάνθηκε στο στήθος του κι’ ετρεξε νά φύγη άπό κει, μή θέλοντας νά δείξη τά μάτια του, πουταν γεμάτα δάκρυα.
Κι’ ο Ήλιος τότες ερριξε τής υστερναίς αχτίδαις του, κι’ελαμψαν τά πρόσωπα του Μήτσου και τής Λεϊμονιάς, το ένα μουτζουρωμένο και τάλλο μέ τά κλάματα.
***
ολόκληρο το κείμενο εδώ: antikleidi
No comments:
Post a Comment