Πόσοι γονείς δεν ήρθαν την τελευταία δεκαετία της επαγγελματικής μου δράσης να μου ζητήσουν καθοδήγηση για εξαρτήσεις από πιπίλες, κουκλάκια και μπιμπερό!
Μάλιστα, το ρεκόρ που κατέγραψα για εξάρτηση από μπιμπερό ήταν η περίπτωση ενός κοριτσιού δώδεκα ετών, μαθήτρια της έκτης δημοτικού!
Πρόκειται πάντα για το ίδιο πρόβλημα, το οποίο αντιμετωπίζουμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, επικαλούμενοι την ίδια δικαιολογία που χρησιμοποιούμε, όταν διαμαρτυρόμαστε για την εξάρτηση των παιδιών από την τηλεόραση, το playstation και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Δεν θέλουμε να απαγορεύουμε.
Και όταν επιχειρούμε να απαγορεύσουμε, το κάνουμε τόσο χαλαρά που είναι σαν να μην απαγορεύσαμε.
Γιατί;
Επειδή φοβόμαστε μήπως δημιουργήσουμε «ψυχικά τραύματα» στο παιδί — τεχνικός όρος που βρίσκεται σήμερα στο στόμα όλων των γονιών!
Είμαι σίγουρος ότι η δημιουργία μιας τέτοιας θεώρησης οφείλεται εν μέρει στην υιοθέτηση ενός συνονθυλεύματος από συμβουλές και παροτρύνσεις ψυχολογικού περιεχομένου.
Δεν πιστεύω όμως ότι η θεώρηση αυτή θα είχε γνωρίσει τέτοια απήχηση, αν δεν χρησίμευε ως βολικότατο άλλοθι όχι τόσο στην τεμπελιά και την παθητικότητα των γονιών όσο στη βαθύτερη επιθυμία τους να είναι αρεστοί στα παιδιά τους.
Κι αν αυτή η γλυκερή ψευδοστοργή κατάφερε να εξελιχθεί σε επιδημία ή σε μόδα είναι ακριβώς γιατί επιτρέπει στους γονείς να ασκούν γοητεία στα παιδιά τους, και μάλιστα υπό τα ομόφωνα χειροκροτήματα του περίγυρού τους. Μόνο που η άσκηση γοητείας βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της διαπαιδαγώγησης.
Διαπαιδαγωγώ σημαίνει επιβάλλω στο παιδί έναν περιορισμό ή μια στέρηση, η οποία έχει νόημα μόνο γι’ αυτό χωρίς να με ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις στο άμεσο παρόν, αλλά τα μακροχρόνια αποτελέσματα.
Επειδή όμως συνηθίζουμε να βλέπουμε τον περιορισμό με κριτήριο την επίπτωσή του στο άμεσο παρόν, νομίζουμε ότι το παιδί δεν θα καταφέρει να αντέξει και ότι θα αντιδράσει αναπτύσσοντας αρνητικά συναισθήματα. Πολλές φορές μάλιστα νομίζουμε ότι το παιδί προσλαμβάνει τον περιορισμό, όπως θα τον προσλαμβάναμε εμείς στη θέση του. Και δεν συνειδητοποιούμε πόσο μεγάλο σφάλμα διαπράττουμε όταν σκεφτόμαστε με τέτοιον τρόπο.
Η σύγχυση που δημιουργείται στο μυαλό μας, όταν σκεφτόμαστε ότι το παιδί θα αντιδράσει όπως θα αντιδρούσαμε εμείς στη θέση του, ονομάζεται «προβολή».
Προβάλλουμε στα βιώματα του παιδιού μια σειρά βιωμάτων που του είναι εντελώς άγνωστα.
Η διεργασία αυτή επιτελείται πιο πολύ στις περιπτώσεις παιδιών που γεννιούνται με κάποια αναπηρία. Από τη συμπάθεια που μπορεί να νιώσει κανείς για ένα τέτοιο παιδί, το κυρίαρχο συναίσθημα των γονιών και του κόσμου είναι ο οίκτος. Αντιμετωπίζουμε τα βιώματα αυτών των παιδιών σαν να βρισκόμαστε στη θέση τους. Πράγμα που, αντί να βοηθά, δυσχεραίνει την κατάσταση.
Γιατί τα παιδιά αυτά δεν γνώρισαν τον κόσμο με δύο μάτια, με δύο πόδια ή δύο χέρια. Η αντίληψη που έχουν για τον κόσμο έχει διαπλαστεί μέσα από την ιδιαιτερότητά τους.
Επομένως, ο οίκτος που προσλαμβάνουν από τους γύρω τους θα τους δημιουργήσει ένα πλαστό αίσθημα νοσταλγίας που τους είναι παντελώς άχρηστο.
Είναι απόλυτα σεβαστή η επιθυμία μας δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα βοηθήσουν τα παιδιά αυτά να ζήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα. Δεν χρειάζεται όμως να επιβαρύνουμε τα βιώματα που αποκτούν μέσα από την αναπηρία τους με μια σειρά βιωμάτων που τους είναι παντελώς άγνωστα.
Τα πραγματικά προβλήματα πηγάζουν τελικά από τη σύγχυση που δημιουργείται στο μυαλό μας εξαιτίας της επιθυμίας να είμαστε αρεστοί στα παιδιά μας.
Γιατί το παιδί που δέχεται έναν περιορισμό τον εκλαμβάνει με τον πιο φυσικό τρόπο του κόσμου, αρκεί ο γονιός που τον επιβάλλει να μην φοβάται ότι έτσι πληγώνει το παιδί.
Όμως οι γονείς δεν θέλουν να νιώσουν ή να αντιμετωπίσουν την παραμικρή δυσαρέσκεια από την πλευρά των παιδιών τους.
Ορισμένοι μάλιστα παίρνουν ακραία μέτρα προφύλαξης, φτάνοντας στο έσχατο σημείο να εξηγούν διεξοδικά στο παιδί τη λαμπρή προοπτική που υπόσχεται αυτός ο περιορισμός τους:
«Το κάνω για το καλό σου… Μια μέρα θα με ευγνωμονείς…».
Δεν χωρά αμφιβολία ότι κάθε φορά που προσπαθούμε να θέλξουμε ένα παιδί τού προξενούμε τεράστια ικανοποίηση.
Και καθώς το παιδί ανταποκρίνεται αυτόματα σε αυτό, νιώθουμε κι εμείς ικανοποιημένοι. Μπορούμε λοιπόν να είμαστε «φίλοι».
Και καθώς το παιδί ανταποκρίνεται αυτόματα σε αυτό, νιώθουμε κι εμείς ικανοποιημένοι. Μπορούμε λοιπόν να είμαστε «φίλοι».
Κι αυτή είναι η χειρότερη κακομεταχείριση που μπορούμε να επιφυλάξουμε σε ένα παιδί.
Aldo Naouri «Εκπαιδεύοντας τα παιδιά»
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment