Monday, 23 January 2023

Φακή επαφής

Μια έκφραση που ακούγεται συχνά τον τελευταίο καιρό, όποτε γίνεται λόγος για την αξιοποίηση ή την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας (το πρώτο συνθετικό αλλάζει) είναι ότι πωλείται ή ξεπουλιέται «αντί πινακίου φακής». Πρόκειται για έκφραση που προέρχεται, θα το ξέρετε, από τη Βίβλο, και συγκεκριμένα από την ιστορία του Ησαύ και του Ιακώβ, που υπάρχει στη Γένεση. Από τα δυο παιδιά του Ισαάκ, ο πρωτότοκος, ο Ησαύ, ήταν άγαρμπος κυνηγός, ο δευτερότοκος ο Ιακώβ ήταν λεπτεπίλεπτος διανοούμενος, «άπλαστος οικών οικίαν». Μια μέρα που γύρισε ξεθεωμένος στο σπίτι ο Ησαύ, κι ο Ιακώβ μαγείρευε φακές, ζήτησε να φάει, κι ο συμφεροντολόγος ο μικρός απαίτησε, για να τον σερβίρει, να του παραχωρήσει ο μεγάλος τα πρωτοτόκιά του. «Εγώ κοντεύω να πεθάνω, τι να τα κάνω τα πρωτοτόκια;» είπε (Ιδού εγώ πορεύομαι τελευτάν και ίνα τί μοι ταύτα τα πρωτοτόκια;), οπότε του τα παραχώρησε, και μάλιστα με όρκο, και σε αντάλλαγμα του έδωσε ο Ιακώβ «άρτον και έψεμα φακού», ψωμί και βραστές φακές. Χρειάστηκε βέβαια και η βοήθεια της μητέρας, κι η ανημπόρια του πατέρα, αλλά τελικά τα πρωτοτόκια πράγματι πουλήθηκαν για ένα πιάτο φακές, δηλαδή δεν είναι μόνο των καιρών μας το φαινόμενο ο καπάτσος δημοσιοσχεσίτης που πουλάει αέρα να βγάζει τα εκατονταπλάσια απ’ τον εργάτη που παράγει.

Θα προσέξατε ότι στο κείμενο της Γένεσης ο Ησαύ δεν τρώει φακές, αλλά «έψεμα φακού». Φακός ήταν η αρχαία λέξη για τη φακή, τόσο το φυτό όσο και το φαγητό. Ο Ηρόδοτος, σε ένα σημείο όπου περιγράφει τους Αλαζώνες, μια φυλή που ζούσε στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου (και από εκεί βγήκε η λέξη «αλαζόνας», που είναι κι αυτή ωραία ιστορία, αλλά την κρατάμε για κάποιαν άλλη φορά) λέει ότι καλλιεργούν σιτάρι και επίσης «κρόμμυα και σκόροδα και φακούς και κέγχρους».

Η φακή, όπως φαίνεται και από την ιστορία με τον Ησαύ, είναι μαζί μας από τα πολύ παλιά χρόνια, και είναι από τα πρώτα φυτά που άρχισε να καλλιεργεί ο άνθρωπος στην περιοχή μας (στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας έχουν βρεθεί ποσότητες άγριας φακής, που χρονολογούνται γύρω στο 10.000 π.Χ.). Στην κλασική αρχαιότητα η φακή ήταν ένα από τα βασικά τρόφιμα, καθώς είναι φτηνή πηγή πρωτεϊνών, παρόλο που οι γιατροί συγγραφείς των επόμενων αιώνων επισήμαιναν τις βλαβερές συνέπειες της υπερκατανάλωσης φακής: ότι κάνει κακό στην όραση και φέρνει αέρια (φακός βιβρωσκόμενος συνεχώς αμβλυωπός, δύσπεπτος, κακοστόμαχος, πνευματωτικός στομάχου και εντέρων, λέει ο Διοσκουρίδης).

Και η λέξη φακή είναι αρχαία, συνηρημένος τύπος του «η φακέα», παράλληλος τύπος της λ. φακός, και σταδιακά έγινε διάκριση των σημασιών και «φακή» ονομάστηκε το φαγητό, το βρασμένο δηλαδή, ενώ φακός το ωμό όσπριο (φακή: το έψεμα του φακού, γράφει ο Φώτιος). Τη φακή τη συνδύαζαν με άλλα φαγητά, π.χ. είχαν την βολβοφακή όταν την ανακάτευαν με βολβούς· ο Αθήναιος αφηγείται ένα επεισόδιο που συνέβη στο σπίτι της ετοιμόλογης εταίρας Γνάθαινας, που είχε χυθεί η βολβοφακή στο ντεκολτέ της δούλας -θα φτιάξει κολποφακή, σχολίασε η αφεντικίνα της. Είχαν και μια παροιμία οι αρχαίοι «το επί τη φακή μύρον» για όποιον δαπανά το εκλεκτό για χάρη του ευτελούς.

Και με τον φακό είχαν παροιμίες οι αρχαίοι· δυο από τις πάμπολλες παροιμίες «περί αδυνάτου» είναι και οι «Φακόν κόπτεις» και «Φακού γωνίαν κρατείς».

Σιγά-σιγά, φακός ονομάστηκε, στα αρχαία, και οτιδήποτε είχε το σχήμα της φακής, δηλαδή αμφίκυρτο σχήμα. Φακός ονομάστηκε, ας πούμε, η θερμοφόρα, το δοχείο με το ζεστό νερό, επειδή είχε σχήμα αμφίκυρτο, αλλά φακός ήταν, στην ελληνιστικήν εποχή, και οι κηλίδες του δέρματος ή οι ελιές· και βέβαια θα καταλάβατε ότι οι φακίδες προέρχονται, ακριβώς, από τον φακό, μέσω ενός υποκοριστικού *φακίς.

Στα λατινικά η φακή ήταν lens, lentis. Μέσω ενός υποκοριστικού lenticula έχουμε το γαλλικό lentille, το οποίο σημαίνει τη φακή, αλλά και τις κηλίδες του δέρματος, και με την πρόοδο της οπτικής επιστήμης lentille ονομάστηκαν οι αμφίκυρτοι φακοί! Ακόμα και σήμερα στα γαλλικά η λέξη lentille έχει και τις δυο σημασίες, φακή και φακό, lentilles de contact είναι οι φακοί επαφής και περιέργως κανείς δεν φαίνεται να μπερδεύεται· δηλαδή, αν πάτε σε οπτικό και ζητήσετε lentilles δεν θα σας φέρουν φακές. Και στα αγγλικά άλλωστε, lens είναι ο φακός (όπως και η λατινική λέξη για τη φακή) και lentil η φακή.

Περνώντας στα φρασεολογικά της φακής, θα επιστρέψω στην αρχή του άρθρου, για να επισημάνω (αν και ασφαλώς θα το έχετε προσέξει) ότι στο βιβλικό απόσπασμα δεν υπάρχει η έκφραση «αντί πινακίου φακής», ούτε τη βρήκα πουθενά αλλού στην αρχαία και μεταγενέστερη γραμματεία, οπότε συμπεραίνω πως γεννήθηκε στα χρόνια του νεοελληνικού κράτους, μια ακόμα από τις αρχαιόπρεπες εκφράσεις που πλάστηκαν από νεοέλληνες δασκάλους. Τη λέμε, φυσικά, όταν παραχωρούμε πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο με ευτελές αντάλλαγμα. Περίπου συνώνυμη με την «για ένα κομμάτι ψωμί», η οποία ίσως να έχει περισσότερο τονισμένο το στοιχείο της αδήριτης ανάγκης που σπρώχνει στην ασύμφορη συναλλαγή.

Πολύ γνωστή έκφραση είναι και το «παλικάρι της φακής», που λέγεται για τους ψευτοπαλικαράδες, τους θρασύδειλους. Ο Νατσούλης λέει πως η έκφραση βγήκε από τον τίτλο κωμωδίας του Πλαύτου, κάτι που δεν με πείθει καθόλου, χωρίς να κάνω τον κόπο να ανατρέξω στις πηγές. Μάλλον η προέλευση της φράσης οφείλεται στο ότι τα πραγματικά παλικάρια τρέφονται με κρέας, όχι με όσπρια.

Κάπου-κάπου ακούγεται και η έκφραση «θα φάει/έφαγε η φακή το λάδι», όταν τα έξοδα από μια επιχείρηση ξεπεράσουν τα έσοδα. Μια παλιά παροιμία, που πρέπει να έχει ξεχαστεί, είναι «τρώει τη φακή με το πιρούνι», για κάποιον που έχει ατυχήσει οικονομικά. Στον Πολίτη βρίσκω και την «βρήκε η φακή το αγγειό της», παροιμία παρόμοια με τον τέντζερη που βρήκε το καπάκι.

Στο γνωστό παιδικό τραγούδι όπου πρωταγωνιστούν τα όσπρια (το κουκί και το ρεβίθι), η φακή είναι η αυστηρή που βάζει τα άταχτα όσπρια φυλακή, μα η φάβα της φωνάζει «φακή άσ’ τα, δεν πειράζει». Και ένα παλιό μικιμάους, θυμάμαι, μια περιπέτεια είχε τον τίτλο «Οι φακές της Βαβυλωνίας»· ο Σκρουτζ χάνει την περιουσία του και του μένουν μόνο αυτές οι θαυματουργές φακές, χάρη στις οποίες την ξαναφτιάχνει, ή τουλάχιστον αυτό μου έχει μείνει από την ιστορία, πριν πενήντα χρόνια σχεδόν. Θυμάμαι, γύρισα σπίτι από το σχολείο, κρατώντας το τεύχος που είχα αγοράσει από το περίπτερο της γωνίας, και όπως κάθε Παρασκευή είχαμε φακές. Η μητέρα μου δεν ήθελε να διαβάζουμε στο τραπέζι, συνήθεια που ξεσηκώναμε από τον πατέρα μου, αλλά την μετέπεισα με το επιχείρημα ότι αφού έχω φακές και στο πιάτο και στο περιοδικό συγχωρείται να διαβάζω. Και βρίσκω (τα πάντα βρίσκει κανείς στο Ιντερνέτι…) ότι το τεύχος αυτό κυκλοφόρησε στα ελληνικά τον Δεκέμβριο του 1967, οχτώ χρονών λοιπόν ήμουν…

No comments:

Post a Comment

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki